Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

2014: φωτογραφία και κοινωνία



Εδώ χαμός γίνεται, και εγώ το χαβά μου!

Έχουν γραφτεί πάρα πολλά βιβλία για τη φωτογραφία.
Όλα εκφράζουν τις απόψεις των συγγραφέων, τι άλλο;
Οι περισσότεροι συγγραφείς όμως δεν είναι φωτογράφοι, και οι φωτογράφοι σπάνια τα πάνε καλά με την έκφραση μέσα από το λόγο, γραπτό, ή προφορικό.
Γενικά θα έλεγα εκ πείρας, πως οι φωτογράφοι δεν εκφράζουν τίποτα εφόσον οι φωτογραφίες δεν έχουν στόμα, ή δυνατότητα λόγου. 
Έτσι οι φωτογράφοι δείχνουν επιλεγμένα μετεικάσματα από την ορατή πραγματικότητα. Μόνο αυτό μπορούν να ελέγξουν, μερικώς, και υπό ιδανικές συνθήκες.
Ένα ακόμη κείμενο, σχετικά μικρό, συνοπτικό, είναι και αυτό που κάθισα και έγραψα διαβάζοντας κάποια πράγματα που άλλοι έγραψαν.
Είναι απόψεις, σχόλια κουλτουριάρικα, αλλά και εντελώς πεζά, υπέρ αλλά και εναντίον της ειδικής σχέσης της φωτογραφίας με τη κοινωνία μας.
Όπως και να το κάνουμε, έχω και εγώ δική μου άποψη για το θέμα, με αφορά άμεσα και δεν μου είναι αδιάφορο.
Κοινωνία λοιπόν και φωτογραφία.
Κοινωνία είμαστε όλοι, κάθε λογής φωτογράφοι, και μη φωτογράφοι, παιδιά, μεγάλοι, αγράμματοι και εγγράμματοι, δάσκαλοι, μαθητές, εργάτες του πνεύματος, ή χειρώνακτες της ύλης, της γης και της θαλάσσης.
Βασικά, θέλω να ξεκαθαρίσω πως είναι άλλο πράγμα να σκέφτεσαι, να μιλάς, να γράφεις, άντε και να φωτογραφίζεις ευκαιριακά. 
Και είναι εντελώς άλλο να έχεις δοθεί ολοκληρωτικά στη δημιουργική φωτογραφία.
Αν κάποιος δοθεί ολοκληρωτικά συναισθηματικά, δημιουργικά, με προβληματισμούς, αναστολές, ανασφάλειες, και διαρκή μάχη με το μέσο που λέγεται φωτογραφία, τότε όλα όσα έχουν γραφτεί για τη φωτογραφία από μη φωτογράφους, αν μη τι άλλο θα τον εξοργίσουν και θα τον αφήσουν εντελώς αδιάφορο.
Ο λόγος, γραπτός ή προφορικός, δεν μπορεί να περιγράψει πλήρως όσα δείχνει μια φωτογραφία. 
Και αντίστροφα, όσα κι αν διαβάσουμε, δεν θα "δούμε" τη φωτογραφία που έβγαλε ο φωτογράφος. 
Υπάρχει και το τεράστιο πρόβλημα της "ανάγνωσης" και κατανόησης μιας καλλιτεχνικής φωτογραφίας από το κάθε θεατή. 
Αλλά και κάθε φωτογραφία, μπορεί να προκαλέσει ατέλειωτες σκέψεις και συνειρμούς σχετικά με το περιεχόμενό της ή το θέμα της, απόψεις που διαφέρουν από θεατή σε θεατή.
Όσο για την αισθητική της αξιόλογης φωτογραφίας, είναι αλουνού παπά ευαγγέλιο.
Φυσικά δεν αναφέρομαι στις απλές ερασιτεχνικές φωτογραφίες, όλες αυτές που μπορεί ο καθένας με μια καλή αυτόματη μηχανή να πάρει με το πάτημα ενός κουμπιού.   
Θα αφήσω έξω και όλες τις θεματικές φωτογραφίες, δηλαδή αυτές που τραβήχτηκαν απλά για να μας δείξουν πως είναι ένα προϊόν, ή κάτι άλλο προς ενημέρωσή μας, ή προς πώληση.
Θα αφήσω απ’ έξω και όλες τις αναμνηστικές που τραβάνε οι ερασιτέχνες στις εκδρομές τους ή στις διακοπές, θα αφήσω έξω και τις οικογενειακές φωτογραφίες.
Όχι, όλα αυτά μπορεί να είναι φωτογραφίες σύμφωνα με τον ορισμό, μπορεί να έχει πλάκα το τράβηγμά τους και να προσφέρει κάποιας μορφής δημιουργική ασχολία, αλλά με κανένα τρόπο δεν ακουμπάνε τη βαθύτερη ουσία της φωτογραφίας. 
Αναφέρομαι σε αυτή τη θεμελιώδη πράξη που με κάθε τρόπο και κάθε ευκαιρία, από κάθε θέμα, μικρό ή μεγάλο, προσπαθεί ο φωτογράφος να κάνει την υπέρβαση, να μας πάει πέρα από το ορατό της πραγματικότητας, που νομίζουνε πως βλέπουνε οι αδαείς περί τη φωτογραφία.
Βασικά η «σοβαρή» ασχολία με τη φωτογραφία δεν έχει καμιά πλάκα, δεν είναι διασκέδαση.
Η ουσία της φωτογραφίας είναι μελαγχολική, καταθλιπτική, μοναχική, προσωπική αγωνία. Η φωτογραφία δεν φωνάζει, δεν ξεσηκώνει ρίγη ενθουσιασμού. Προσφέρει μόνο αισθητική ικανοποίηση, κι όχι πάντα, αλλά σπάνια. 
Όμως, αυτό το λίγο αρκεί για το «πυροβολημένο», τον αιθεροβάμονα φωτογράφο. 
Οι πραγματικοί, αξιόλογοι φωτογράφοι ήταν και είναι μειοψηφία, είναι το ουσιώδες σε ανεπάρκεια, είναι το είδος προς εξαφάνιση.
Θα αναφέρω δυο βασικούς συγγραφείς για όσα σημαντικά είχανε γράψει για τη φωτογραφία καθώς με την ίδια θεματολογία, είχανε καταλήξει σε διαφορετικές απόψεις. Όπως είναι φυσικό, μη όντας δημιουργοί φωτογράφοι οι περισσότεροι συγγραφείς, ασχολούνται με τη κυριολεκτική, αντικειμενική θεματολογία της φωτογραφίας που απασχολεί τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας. 
Το αισθητικό, το δημιουργικό και το υπαρξιακό δράμα των λιγοστών μεγάλων φωτογράφων τους διαφεύγει λίγο έως πολύ.
Οι Gisele Freund και η Susan Sontag, ήταν σημαντικές μορφές, και οι δυο γυναίκες με αξιόλογο συγγραφικό έργο σχετικά και με τη φωτογραφία. 
Η δεύτερη, δημιούργησε τους περισσότερους εχθρούς φωτογράφους, αν κρίνω από όσα έχω διαβάσει.
Όσο για τη δική μου άποψη; θα είμαι ξεκάθαρος. 
Θα πω την άποψή μου, όπως την διατύπωσε και η συγγραφέας. 
Τη θεωρώ λοιπόν εχθρό των φωτογράφων και υπερβολικά σκληρή απέναντι στη φωτογραφία, σύμφωνα πάντα με αυτά που εγραψε . 
Σαν να μη κατάλαβε τίποτα. 
Ο θεός ας την συγχωρέσει όμως, όπως όλους μας.
Η Gisele Freund υπήρξε περισσότερο ήπια, συγκαταβατική, ήταν γήινη και ανθρώπινη στις κρίσεις της σχετικά με τη φωτογραφία και τους φωτογράφους, φωτογράφιζε και αυτή συμβατικά αν κρίνω από όσες φωτογραφίες της έχω δει.
Στη συνέχεια υπάρχει ένα πλήθος διανοούμενων, καλλιτεχνών, δημιουργών, λογοτεχνών, επιστημόνων αλλά και φωτογράφων καταξιωμένων, η γνωστών και εμπορικά διάσημων που έχουν κάνει  βαρυσήμαντες δηλώσεις (αδιάφορες, φιλικές, ή εχθρικές) ή έχουν γράψει και αυτοί σημειώσεις και βιβλία. 
Ακόμη είναι πολλοί που έχουν κυκλοφορήσει μονογραφίες δίχως λόγια, ή με ελάχιστα λόγια ομιλώντας και αυτοί με το δικό τους τρόπο, δηλαδή δείχνοντας τις φωτογραφίες τους.
Γενικά καμιά σημαντική φωτογραφία δεν χρειάζεται τη βοήθεια του λόγου, ούτε καν λεζάντα δεν χρειάζεται. 
Κάθε προσπάθεια να εξηγηθεί με τα λόγια μια σημαντική φωτογραφία, προκαλεί αποπροσανατολισμό από τον αισθητικό της κόσμο. Αυτό το πιστεύω.
Μια για πάντα, μπορεί ο καθένας να μονολογεί όσο θέλει, δίχως διακοπές, αλλά στην ουσία της σημαντικής φωτογραφίας ενός μεγάλου φωτογράφου πολύ δύσκολα θα μπει.
Τη στιγμή της λήψης συχνά ούτε ο ίδιος ο φωτογράφος  την κατανοεί πλήρως. 
Πόσο μάλλον οι άλλοι!
Μετά; Έξω από το χορό ο καθένας ας λέει ό,τι θέλει!
Ένας καλός ιστορικός της φωτογραφικής τέχνης θα μπορέσει να τοποθετήσει μια φωτογραφία-έργο τέχνης  σωστά στη ιστορική θέση που της αξίζει. Ωστόσο αν δεν είναι και καλός φωτογράφος, (όχι καλός τεχνίτης να το ξεκαθαρίσουμε), και αυτός θα δει αντικειμενικά το θέμα αλλά το βαθύτερο προσωπικό αίσθημα που ένιωσε ο φωτογράφος δεν θα το καταλάβει. 
Είναι άλλο κριτής έργων των άλλων, και άλλο δημιουργός έργων. 
Ο ένας τολμά και ας αποτυγχάνει. Ο άλλος, μόνο σχολιάζει εκ του ασφαλούς. 
Το μόνο κοινό που έχουν πως και οι δυο εκτίθενται στο κοινό, στη κοινωνία δηλαδή.
Ακόμη χειρότερα, και πώς να καταλάβει ο απλοϊκός κριτής το φωτογραφικό έργο τέχνης όταν συχνά ούτε και ο φωτογράφος κατανοεί απόλυτα τι κάνει τη δεδομένη στιγμή τραβώντας μια φωτογραφία;
Τι πραγματικά συμβαίνει κατά τη λήψη μιας σημαντικής φωτογραφίας;
Θα προσπαθήσω να δώσω μια περιγραφή που αναγκαστικά θα είναι ατελής γιατί με τα λόγια δεν ήμουν ποτέ καλός.
Φωτογράφος πιστεύω πως είμαι, όχι λογοτέχνης.
Απλά θα καταγράψω μνήμες από μερικές φωτογραφίες που έχω τραβήξει και με ταρακούνησαν σχεδόν άμεσα όταν κοιτούσα από το σκόπευτρο. 
Τη δική μου αγωνία μέχρι να δω το αρνητικό και τη τελική φωτογραφία ποιος θα υποψιαστεί, ποιος θα τη καταλάβει; Γιατί εγώ άρχισα με φιλμ. Ακόμη όμως και στη ψηφιακή εποχή με τρώει το βάσανο να πήρα μια καλή φωτογραφία, η απλά κατέγραψα ότι έβλεπα.
Αρχικά, το πλαίσιο 24Χ36 ήταν και είναι καθοριστικό για να αρχίσω να κοιτάζω το θέμα. 
Ο φωτισμός, θέλω να έχει αυτό το κάτι, να αναδεικνύει το θέμα όποιο κι αν είναι, θέλω να έχει δράμα, ή μυστήριο. 
Θέλω το φως και η φωτογραφία να κρύβουν το φανερό και να φανερώνουν το αόρατο. 
Η στιγμή, θέλω να είναι σημαντική, μόνο αν όλα τα άλλα έχουν ενδιαφέρον. 
Τότε, και μόνο αν υπάρχει δυνατότητα για επιλογή κατάλληλης στιγμής, τότε θα τη περιμένω σαν την αράχνη που περιμένει το θύμα να μπλεχτεί στον ιστό για να φωτογραφίσω.
Διαφορετικά τραβάω και ελπίζω πάντα να έχω και δεύτερη ευκαιρία με μια ποιο καλή στιγμή, αν έρθει, κάτι σαν λαχείο. 
Η αποτυχία είναι η συχνότερη κατάληξη, αλλά η δημιουργική επιτυχία όταν κάτσει, πάντα σώζει και αποζημιώνει ως λύτρωση από τη κόλαση.
Φυσικά ποτέ δεν κάθισα να σκεφτώ κοινωνικές, πολιτικές, διδακτικές σκοπιμότητες για να πάρω μια φωτογραφία από κάτι που μου άρεσε βλέποντάς το μέσα από το φακό.
Κάθε φορά που σηκώνω τη μηχανή ξεχνάω όλες τις προκαταλήψεις για το τι είναι φωτογραφία και τι όχι.
Αυτόματα, όταν δω κάτι που έχει ενδιαφέρον μέσα από το φακό, φέρνω στη μνήμη μου σαν αστραπή όσες θαυμάσιες και σημαντικές φωτογραφίες έχω δει σχετικά με το ίδιο θέμα. Πάντα αναζητώ τη τελική, τη μητέρα όλων των φωτογραφιών. 
Και πάντα μου ξεφεύγει, το ξέρω, αλλά συνεχίζω, κι αλοίμονο αν φτάσω στο τέλειο σε αυτή τη ζωή.
Όταν ξεκινάω να φωτογραφίσω, δεν σκέφτομαι. 
Δεν θέλω να σκέφτομαι τι γίνεται σε όλο τον κόσμο, δεν είμαι εγώ υπεύθυνος για όλα.
Από το χώρο-χρόνο που παρατηρώ τίποτα δεν μπορώ να αλλάξω, και δεν θέλω. 
Όταν πάρω τη φωτογραφία μπορώ στη συνέχεια να κάνω κάτι, αλλά σωτήρας δεν θα με αφήσει η κοινωνία να γίνω ποτέ. Όλα είναι δρόμος με, ή δίχως εμένα και τις φωτογραφία.
Ναι, σίγουρα θα ήθελα να κάνω αυτό το κόσμο παράδεισο αν ήξερα πως και αν το μπορούσα. Μα είσαστε σίγουροι πως θα σας άρεσε;
Ξέρω πως δεν είναι ούτε η φύση ούτε ο θεός που τον έχουν κάνει κόλαση το κόσμο. 
Είναι όλοι αυτοί οι «μικροί» άνθρωποι (άκου ανθρωπάκο), γνωστοί και άγνωστοι, που αποτελούν την κοινωνία (ακόμη και εγώ), που ευθύνονται ποιος λίγο, ποιος πολύ για τη κόλαση που ζούμε.
Με ενδιαφέρει η ομορφιά αλλά και η κόλαση που προσπαθώ να δείξω. Γιατί ακόμη κι αυτή η ασχήμια μπορεί να είναι όμορφη στη φωτογραφία, και για αυτό θα είναι ακόμη ποιο δραματική και τραγική η φωτογραφία. 
Σε αυτή τη προσπάθεια δεν βλέπω που κρύβεται η έκφραση. 
Αν κάτι υπάρχει, δεν το εκφράζω εγώ, αλλά κάποιος άλλος που μου δίνει το έναυσμα.
Δεν υπάρχει τρόπος μια φωτογραφία να μη δραματοποιεί, να μην ηρωοποιεί και να μην διογκώνει ακόμη και το πλέον αδιάφορο μικρό θεματάκι.
Με τα όπλα που μου δίνει η φωτογραφία (μηχανή, φακός, υλικό καταγραφής) πολεμώ να δημιουργήσω αυτόνομες εστίες ομορφιάς διαστάσεων 18Χ24, ή 30Χ40.
Αναζητώ  ίχνη και αποδείξεις πως αυτή η ζωή ίσως έχει κάποιο ενδιαφέρον ή κάποιο νόημα πέρα από τη βία, τη φτώχεια, την οργή, το πόνο και τις ελάχιστες στιγμές της ευτυχίας, αν ποτέ τις βρούμε στο δρόμο μας.
Θέλω σίγουρα να αφήσω τον κόσμο ποιο καλό από ότι το βρήκα. 
Κάνω ότι περνάει από το χέρι μου, μα αυτό που βλέπω είναι πως η κοινωνία με χρησιμοποιεί, με στύβει και μετά με πετάει σαν λεμονόκουπα. 
Η μόνη μου διέξοδος είναι λοιπόν τα μετεικάσματα της ορατής πραγματικότητας που καταγράφω με τη μηχανή.
Ποιος όμως ασχολείται με εμένα; Με τους άλλους δημιουργούς ποιός; Είμαι δημιουργός; Ή μήπως είμαι ένας ακόμη ανόητος αιθεροβάμων; Είμαι μέλος της κοινωνίας, ή μήπως αντικοινωνικός;
Παρά την αυτογνωσία που διαθέτω, δεν γνωρίζω στα σίγουρα τι είμαι.
Το να προσπαθεί κάποιος να μιλήσει για φωτογραφία και φωτογράφους γνωρίζοντας μόνο κάτι λίγα που έμαθε στο γυαλί (συχνά όχι και τόσο κολακευτικά), διαβάζοντας αυτά που έχουν γράψει μη φωτογράφοι, μη έχοντας ασχοληθεί με τη ζωή και το έργο μεγάλων και αξιόλογων φωτογράφων όπως ο Weston πχ, μη έχοντας ένα φίλο φωτογράφο, ή μια καλή φωτογραφία κρεμασμένη σε κάποιο τοίχο του σπιτιού του, είναι το λιγότερο άδικος κόπος και προσβολή στους μεγάλους φωτογράφους, είναι άδικο για τα μέλη της κοινωνίας μας.
Ίσως σήμερα είναι δύσκολο να βρει κανείς ένα σημαντικό δημιουργό καθώς η παγκοσμιοποίηση δεν αφήνει περιθώρια ανάπτυξης και επιβίωσης των πραγματικών δημιουργών (κι όχι μόνο των φωτογράφων). 
Ίσως πάλι όλη αυτή η κατάσταση να ωθήσει από αντίδραση τους δημιουργούς να ξεπεράσουν τα προβλήματα και να μας δώσουν και πάλι μεγάλες και αξιόλογες φωτογραφίες, μεγάλα έργα.
Ίσως όμως και να έχει επέλθει ο φωτογραφικός κορεσμός της κοινωνίας και για το λόγο αυτό να έχει στραφεί στις αυτοφωτογραφίες (selfies) με τις ταμπλέτες και τα κινητά.
Για τις άλλες τέχνες δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη, αδιαφορώ ωστόσο για τη δημιουργική γραφή. 
Απομένει η μουσική που σήμερα μας προσφέρει λιγότερες ίσως, αλλά ευχάριστες εκπλήξεις.
Αυτό, είναι ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα καθώς η συμπεριφορά των κοινωνικών εταίρων μοιάζει με αυτή των χρυσόψαρων στη γυάλα!
Η φωτογραφία σήμερα χρησιμοποιείται ως απόδειξη του: «πραγματικά αυτό που βλέπετε υπήρξε κάπως έτσι, ιδωμένο από την οπτική γωνία του φωτογράφου». 
Όμως λίγοι ασχολούνται με τη τεχνική της και ακόμη ποιο λίγοι με την αισθητική της φωτογραφίας.
Οι περισσότεροι μπερδεύουν το ωραίο θέμα με την ωραία φωτογραφία και με τη δημιουργική φωτογραφία.
Οι περισσότεροι πατάνε το κουμπί και βγαίνει μια...φωτογραφία.
Οι δημιουργικές επεμβάσεις και τα εφέ πείθουν ολοένα λιγότερο πως αυτό που βλέπουμε ήταν πράγματι έτσι. 
Ο χαρακτήρας  και η ουσία της φωτογραφίας πλησιάζουν ολοένα περισσότερο στην εικόνα και τη ζωγραφιά.
Οι φωτογράφοι είχαμε ξεφύγει από αυτή παγίδα, τώρα πέσαμε πάλι μέσα. 
Αυτό υποθέτω πως σημαίνει τα παρακάτω:
Δεν αντέχουμε την αλήθεια (αληθοφάνεια) της φωτογραφίας, δεν ανεχόμαστε ή δεν κατανοούμε την υψηλή της αισθητική (αν διαθέτει), προτιμούμε το παραμύθι, μας αρέσει το ψέμα, θέλουμε να ξεφύγουμε από τη σκληρή αλήθεια της ζωής.
Κατά βάση, όλοι μας θέλουμε να ζήσουμε στο παράδεισο, μόνο που δεν μας αξίζει. 
Δεν μας αρέσει να βλέπουμε τη κόλαση ακόμη κι αν είναι όμορφα φωτογραφημένη. 
Μας τρομάζει η κόλαση, όμως δίχως αυτή πως θα ήταν ο παράδεισος; 
Αλλά μας τρομάζει ακόμη κι ο παράδεισος, θα έλεγα τον μισούμε. 
Φοβόμαστε πάνω από όλα να δούμε τη πραγματικότητα, γιατί αν έστω και για μια στιγμή κατανοούσαμε που βαδίζει η κοινωνία μας κι ο κόσμος μας, θα τρέχαμε να βγούμε από το διαστημόπλοιο που λέγεται «γη». Αλλά να πάμε που;
Οι φωτογραφίες φρίκης και τρόμου που καθημερινά αναρτώνται, το μόνο που κάνουν είναι να μας μετατρέπουν σε αδιάφορα-παθητικά χρυσόψαρα, με γουρλωμένα μάτια να κοιτάζουν και να κολυμπάνε μέσα στη γυάλα, με μνήμη ρηχή, όση ακριβώς και ενός ψαριού για όσα δραματικά συμβαίνουν στη κοινωνία και τον πλανήτη.
Ίσως χάθηκε το μέτρο και να μην είναι υπόλογοι οι φωτογράφοι και η φωτογραφία. 
Ίσως είναι η χρήση κι όχι το μέσον, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη φωτιά. 
Ωστόσο, αν η κοινωνία είναι ικανοποιημένη με τις φωτογραφίες που βλέπω, τότε ποιο καλά εγώ να του δίνω, να σας αφήσω να το γλεντήστε μόνοι σας με τις φωτογραφίες που τραβάτε. 
Να τις χαιρόσαστε. 
Εδώ θα συμφωνήσω με τη Σόνταγκ για τη σχέση της φωτογραφίας με τη κοινωνία τουλάχιστον την Ελληνική. Είναι απλά μια σχέση αποκαρδιωτική.
Αυτά ακόμη θα πω και τέλος. 
Όσα βιβλία σοβαρού φωτογραφικού προβληματισμού έχουν γραφτεί (πχ Ρολάν Μπαρτ), γράφτηκαν πριν μερικά χρονάκια και επομένως σήμερα για τη φωτογραφία και τους φωτογράφους σημαίνουν ελάχιστα.
Άλλαξε  η ζωή μας κατά πως ήθελαν, όσο για τους φωτογράφους; Η κοινωνία θα τους χρησιμοποιεί μέχρι να φτάσουν στη ηλικία των 40-45 το πολύ. Από τώρα δεν έχει ανάγκη τους ώριμους, προβληματικούς, σκεπτόμενους, μελαγχολικούς, ιδιόρρυθμους, σχολαστικούς δημιουργούς. 
Η κοινωνία σήμερα χρειάζεται απλά, εργάτες –εικονολήπτες! Τους άλλους, τους φωτογράφους τους χρησιμοποιεί μόνο ως δάσκαλους (κάποιους από αυτούς).
Ως προς τη σχέση κοινωνίας – φωτογραφίας σήμερα, οι όποιες αλλαγές έχουν συμβεί έχουν προκύψει από τη στυγνή εκμετάλλευση των πολλών από τους ολίγους με σκοπό όπως πάντα το υπέρμετρο κέδρος. 
Οι φωτογράφοι, ότι κι αν κάνουν, δεν θα μπορούσαν να σταθούν στα πόδια ούτε 24 ώρες δίχως τις ανάγκες της κοινωνίας, όπως και κάθε άλλος κλάδος. 
Όσο για τη κοινωνία, μπορεί να γίνεται φτωχότερη δίχως αξιόλογους φωτογράφους, οι ανάγκες της όμως άλλαξαν, επιβιώνει και δεν το καταλαβαίνει. Το θέμα είναι μέχρι πότε.
Η βιβλιογραφία της ηρωικής εποχής της φωτογραφίας πέρασε δίχως επιστροφή. 
Αν και υπήρξαν τότε αξιολογότατοι φωτογράφοι, φαίνεται από τα γραπτά  πως  η κοινωνία αλλά και οι συγγραφείς (εκτός των φωτογράφων) δεν κατανόησαν πλήρως τη σημασία, το έργο και τη ζωή των φωτογράφων της εποχής.
Κι οι φωτογράφοι; Ακόμη ψάχνονται για το αν η φωτογραφία είναι τέχνη και ποια ακριβώς φωτογραφία είναι τέχνη.
Ίσως και να ήταν θέμα σκοπιμοτήτων, ίσως και οι συγγραφείς να ήταν κολλημένοι στη ζωγραφική και τις κοινωνικές σοσιαλιστικές ανακατατάξεις για ένα καλλίτερο κόσμο. ‘Ισως και οι φωτογράφοι να ήταν αρπακτικά προσκολλημένα στην πλούσια μεγαλοαστική τάξη, όπως δηλώνει η Σόνταγκ. 
Αλλά δεν ήταν όλοι, κι αν ήταν όμως, τμήμα της κοινωνίας ήταν και δεν φταίνε μόνο αυτοί, αλλά το σύστημα που συνεχώς αποζητά ήρωες και θύματα, αίμα, τρόμο, βία και κόλαση. 
Σε αυτό οι φωτογράφοι ήταν αντίθετοι και το έδειχναν με τις φωτογραφίες τους. 
Μόνο που οι λεζάντες που το σύστημα των ΜΜΕ πάντα έβαζε στις φωτογραφίες, οδηγούσε και οδηγεί τη κοινωνία να σκέφτεται κατά πως θέλει και βολεύει τους άρχοντες. 
Αν ποτέ διαβάσετε αυτό το κείμενο μετά από μερικά χρόνια, ή μήνες, προσέξετε πως γράφτηκε στο τέλος του 2014, θυμηθείτε πως ήταν παραμονές Χριστουγέννων, πως έζησα σε ένα κόσμο άνω-κάτω, σε μια χώρα που έχει πτωχεύσει, που γράφτηκε από ένα φωτογράφο που πρόλαβε να βγει στη σύνταξη της πείνας, κι όμως ήταν προνομιούχος Έλληνας.
Κανένα βιβλίο, κανένα σχόλιο, καμιά αναφορά, καμιά δήλωση από όσα έχω διαβάσει δεν περιγράφει τη σχέση των φωτογράφων με τη κοινωνία σήμερα, ειδικά την ξεχαρβαλωμένη Ελληνική. Ίσως πάλι κάτι να μου έχει ξεφύγει.

Καλές γιορτές.

18 Δεκεμβρίου 2014

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Λόγος και λογοτεχνία


Γεννήθηκα το 1948.
Δεν απολογούμαι, αλλά θα πρέπει να καταλάβετε πως γράφω και μιλάω με αυτό το τρόπο εφόσον ότι έμαθα, όπως το έμαθα, το απόκτησα μέσα από αρκετές γλωσσικές μεταρρυθμίσεις. Χρησιμοποιώ γενικά ότι θυμάμαι και το βρίσκω ποιο εύηχο και βολικό. Δεν κάνω ότι λένε οι γλωσσικοί κανόνες που επιβλήθηκαν, αδιαφορώ για τους λόγους που έγινε αυτό. Συχνά δεν θυμάμαι τους κανόνες, έτσι όταν βρω τα σκούρα, γράφω όπως σκέφτομαι.

Δεν έχω αντίρρηση να γίνονται αλλαγές για το γενικότερο καλό, έχω σοβαρές διαφωνίες όμως για το πώς επιβάλλονται, πως ερμηνεύονται και πως εφαρμόζονται με ένα συγκεκριμένο λεξικό στο χέρι. Κι όμως η επίσημη κρατική μηχανή χρησιμοποιεί το λόγο σαν να μην έλαβε γνώση, ακόμη!

Πέρασα λοιπόν από την αρχαία Ελληνική, στη νέα αλλά αρχαιοπρεπή καθομιλουμένη υποτίθεται. Στη πράξη ήταν μορφή καθαρεύουσας. Μετά; περάσαμε στη σημερινή δημοτικιά, κατά το λεξικό δημοτική. Μια Ελληνική δημοτική που πολλές φορές περιέχει λέξεις που ακούγονται κάθε άλλο από ευχάριστες στο αυτί, δηλαδή δεν είναι εύηχες.
Πραγματικά η γλώσσα είναι κάτι ζωντανό! Πώς να εξηγήσω διαφορετικά το ότι άλλα γράφει το λεξικό του Μπαμπινιώτη που το έκαναν Ευαγγέλιο, άλλη γλώσσα χρησιμοποιεί ακόμη το δημόσιο, στις δηλώσεις, στα δικαστήρια, στη βουλή. Άλλη γλώσσα ακούμε και μιλάμε στο δρόμο, αν πετύχουμε Έλληνα. Πολλές από τις αλλαγές ακούγονται απίστευτα βαριές και χυδαίες στα αυτιά μου καθώς έχω περάσει όλο αυτό το πλούτο των γλωσσικών αλλαγών. 

Ένας σύγχρονος, νέος φιλόλογος, θα πει πως δεν ξέρω ούτε να γράφω, ούτε να ομιλώ. Το ίδιο όμως σκέπτομαι και εγώ για όλους τους νέους που ακούω να ομιλούν. Στα κείμενα που διαβάζω αποδέχομαι σχεδόν τα πάντα, γιατί ο καθένας γράφει όπως τον βολεύει, χρησιμοποιεί έννοιες και λέξεις που αποδέχεται αισθητικά. Κι αν θέλετε να ξέρετε αυτόν που δεν ήθελα να διαβάσω στο Γυμνάσιο τότε, τον Αλ. Παπαδιαμάντη, σήμερα τον λατρεύω, γιατί έχει ο καιρός γυρίσματα. Γιατί παραμένει ο άξιος κλασσικός δημιουργός όσα κι αν αλλάξουν στην αισθητική μας, ειδικά αν οι αλλαγές γίνουν υποχρεωτικές. Για σκεφθείτε πως θα ακουγότανε από άμβωνος ένα κείμενο του Ευαγγελίου γραμμένο στη σημερινή δημοτική. Αρχικά πρέπει να γίνει και πάλι μετάφραση γιατί ανάλογο κείμενο δεν υφίσταται, ακόμη. Θα είχε μεγάλη πλάκα να γραφτεί ξανά το ευαγγέλιο στη σημερινή δημοτική με λέξεις κλειδιά από το λεξικό του Μπαμπινιώτη! 

Κατάφερα λοιπόν και διάβαζα παιδικά βιβλία περιοδικά κλπ πριν μάθουμε «όλα τα παιδάκια» να διαβάζουμε στη πρώτη δημοτικού. Μου άρεσε το διάβασμα. Διάβαζα βιβλία όπου τα έβρισκα και καθώς εμείς σπίτι δεν είχαμε πολλά-πολλά με τα βιβλία γιατί ούτε χώρο είχαμε ούτε περίσσευμα χρήματα για να αγοράσουμε βιβλία, σε κάθε επίσκεψη σε φιλικό σπίτι στρίμωχνα ένα βιβλίο και ξεκοκάλιζα ότι προλάβαινα. Έμαθα να διαβάζω γρήγορα, όχι τα πάντα αλλά κυρίως τα λογοτεχνικά βιβλία. Αργότερα, όταν η γιαγιά μου έβγαλε χαρτζιλίκι από τη σύνταξή της, θυμάμαι θα αγόραζα ή ένα βιβλίο, ή μια γλάστρα με λουλουδάκι, ένα λουβαράκι ή ένα καρδερίνι. Πάντα υπήρχε ένα κλουβί στο σπίτι και μερικά βιβλία κρυμμένα κάτω από πράγματα που η μητέρα μου δεν έβρισκε. Η μάνα, αλλά κι ο πατέρας, με μάλωναν όταν με έβρισκαν με λογοτεχνικό βιβλίο στα χέρια. Ήθελαν να διαβάζω μόνο τα μαθήματα και να γράφω ότι μας έβαζαν στο σχολείο, πρώτα από όλα. Εγώ πάλι πάντα ήθελα να χάνομαι στο παραμύθι του θέματος ενός βιβλίου.

Οι βιβλιοθήκες των σπιτιών τότε είχαν μια λαϊκή θα έλεγα συλλογή βιβλίων ευρείας αποδοχής. Πριν τελειώσω το εξατάξιο κολαστήριο, γυμνάσιο ήθελα να πω, είχα διαβάσει αν θυμάμαι καλά και είχα ακούσει από τη ραδιοφωνική βιβλιοθήκη τα παρακάτω βιβλία.
Ο γύρος του κόσμου, από τη γη στη σελήνη, ο πιλότος του Δούναβη, ο ναυαγός της Κύνθια, από το Καύκασο στο Πεκίνο, ο φάρος στην άκρη του κόσμου, ένας Γιάνκης του Κονέκτικατ, οι άθλιοι, οι εργάτες της θάλασσας, ο γέρος και η θάλασσα, για ποιόν κτυπά η καμπάνα*, η Παναγία των Παρισίων, Αμρι α Μούγκου, η πείνα, ένας αλήτης παίζει σούρντινα, ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, ο μάγκας, τα μυστικά του βάλτου*, το κάστρο, το μαργαριτάρι, σε έναν άγνωστο θεό*, ο γέρος κι η θάλασσα, τα σταφύλια της οργής*, ο δρόμος με τις φάμπρικες*, οι μεγάλοι εξερευνητές, Ελληνική μυθολογία, Μαγγελάνος, ουδέν νεώτερο από το δυτικό μέτωπο, Ρωτόκριτος (του Β. Κορνάρου), πέρα από το ανθρώπινο. Είχα επίσης μια σειρά από βιβλία Βίπερ όπως : ο θαυμαστός καινούριος κόσμος, ο θησαυρός της σιέρας Μάντρε, δυο βιβλία για τον ο ισπανικό εμφύλιο, ο εικονογραφημένος άνθρωπος, οι επικυρίαρχοι, ήταν μια φορά ένας πόλεμος, η ξενοκρατία στην Ελλάδα, οι μεγάλοι κατάσκοποι, η σύντομη παγκόσμια ιστορία του Ουέλς, η δίκη, η πανούκλα. 
Ακόμη: το 1984* (λίγα χρόνια μετά), η φάρμα των ζώων*, ο μικρός πρίγκιπας, Αλέξης Ζορμπάς, καπετάν Μιχάλης, ο Χριστός ξανά-σταυρώνεται*, ένα παιδί μετράει τα άστρα, άνθρωποι και ποντίκια, το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ *, η ελπίδα, ανατολικός και δυτικός και δυτικός άνεμος, ο βαρκάρης του Βόλγα, τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ, τα παραμύθια του Άντερσεν, πόλεμος και ειρήνη, ασκητική, εισαγωγή στη ψυχανάλυση, ιστορία 20 αιώνα*, γράμματα στον αδελφό μου Τεό, Πεταλούδας*, σύγχρονη δημοσιογραφία (4-5 βιβλία), Ελληνική νομαρχία, ο ζητιάνος, τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου, την αποκάλυψη, κι άλλα. Μετά τα 22 μου απόκτησα βιβλιοθήκη κατά πως την ήθελα, απόκτησα βιβλία για τη τεχνική και την αισθητική της φωτογραφίας, τη θεωρία και τη πρακτική της φωτογραφίας, λευκώματα και άλλα, βρήκα βιβλία για τη μουσική. Η όποια μόρφωση συμπληρώθηκε με πάρα πολλές «εξωσχολικές» δραστηριότητες και ταινίες. Από αυτές, «ο κύκλος των χαμένων ποιητών» με άμεσες συγκλονιστικές αναφορές στην αξία της λογοτεχνίας με ταρακούνησε. Σήμερα έχω πάνω από 600 σημαντικές ταινίες και ανάλογο αριθμό βιβλίων. Όσο για μουσική; έχω χάσει το μέτρημα των δίσκων γενικώς. Τις ταινίες τις μάζευα και τις μαζεύω σε όποια μορφή τις βρίσκω. Διάβασα και διαβάζω ακόμη περισσότερα βιβλία. Αυτά που έχω με αστερίσκο, τα έχω διαβάσει περισσότερες από δυο φορές, τα αγαπώ ιδιαίτερα.

Υπάρχουν κάποιο λόγοι που γράφω σήμερα αυτό το κείμενο.
1)     Δεν θέλω να ξεχάσω αυτά τα βιβλία.
2)     Θέλω να σχολιάσω πως διάβασα σε εφημερίδα πως το μάθημα της λογοτεχνίας και της νέας Ελληνικής δεν θα εξετάζεται ως ύλη εισαγωγής σε κάποιες σχολές! Μα γιατί;
3)     Να πω πως όπως διδάσκεται το φιλολογικό μάθημα δεν κινεί ίσως κανένα ενδιαφέρον στα παιδιά. Αν κρίνω από τη φάτσα μου, διάβασα γρήγορα γιατί μου άρεσε να διαβάζω μόλις έμαθα να βάζω τα γράμματα στη σειρά. Μου άρεσαν οι συλλογές με τα κείμενα των σχολικών βιβλίων πολύ πριν τα κάνουμε μάθημα κάποια από αυτά, αλλά δεν μου έφταναν. Σκέφτομαι πως, αν αλλάξει ο τρόπος διδασκαλίας του μαθήματος να σηματοδοτήσει το μεγάλο ξύπνημα στη μάζα. Ας ρωτήσουν και τους μαθητές καμιά φορά τι θέλουν. Το θέλουν;
4)     Οι επιλογές μικρών αποσπασμάτων, ποιημάτων και κειμένων είναι απαραίτητες, μπορεί να μας οδηγήσουν να γνωρίσουμε ότι υπάρχουν  λογοτέχνες, σπανίως όμως θα μάθουμε την αξία τους αν δεν διαβάσουμε ένα έργο ολόκληρο. Όσο για το δάσκαλο και τις απαράδεκτα λιγοστές ώρες, τι να πει κανείς; Μια ζωή, αυτή η μίζερη ζωή μας, δεν θα φτάσει για να γνωρίσουμε τουλάχιστον όλους τους σημαντικούς λογοτέχνες.
5)     Το επιχείρημα πως διαβάζοντας μόνο τα αποσπάσματα θα διδαχτούμε το πώς γράφεται ένα λογοτέχνημα δεν στέκει. Γιατί και πάλι εγώ ποτέ δεν έγραψα καλή έκθεση όσο πήγαινα στο σχολείο. Παρά το ότι είχα διαβάσει πάρα πολλά βιβλία με την έκθεση δυσκολευόμουν. Ίσως αν είχα τότε υπολογιστή κάτι να έκανα ποιο καλό. Είναι όμως άλλο πράγμα το διαβάζω, άλλο το γράφω. Όπως είναι άλλο πράγμα να ακούω μουσική και άλλο να γράφω, ή να παίζω μουσική. Είμαι θαυμάσιος ακροατής, αλλά απαράδεκτος μουσικός!
6)     Η έκθεση ιδεών διδάσκεται. Η πραγματική δύναμη και η αξία του λογοτέχνη απαιτεί ταλέντο, πραγματικό ψήσιμο στη ζωή, κάτι να έχει να μας πει, κάτι να μας συγκινήσει και να μας ταρακουνήσει. Ένας λόγος που μου αρέσει το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ είναι πως δεν είναι το λογοτεχνικό κείμενο ενός έμπειρου λογοτέχνη με "δυνατή πένα". Είναι ένα χρονικό, μια άδολη κατάθεση ψυχής ενός πολύ νέου ανθρώπου που υφίσταται το κοινωνικό περιορισμό, το ρατσισμό, τον εγκλεισμό, τη πείνα, τη φτώχεια, τη καταπίεση, τη βία του στενού περιβάλλοντος, το ερωτικό νεανικό ξύπνημα και την ολοκληρωτική βία του πολιτικού συστήματος κατοχής της Ολλανδίας από τους Ναζί. Τι ζωή έζησε! Πως πέθανε!
7)     Τελικά ότι πάρει ο νέος από εξωσχολική δραστηριότητα βοηθάει πολύ περισσότερο από τα ψίχουλα που δίνει το πρόγραμμα παροχής πληροφοριών του σχολείου. Και αυτό γιατί για τη μάθηση πρέπει να υπάρχει ενδιαφέρον και εγώ δεν είχα κανένα ενδιαφέρον να γράψω. Να διαβάσω ήθελα μόνο, να ζήσω το παραμύθι του συγγραφέα. Σε αυτό το εκπαιδευτικό μας σύστημα πέτυχε με το παραπάνω, δεν λέω.
8)     Σκέφτομαι πως θα δεχόταν ίσως ποιο ευχάριστα η μαθητική κοινότητα ένα μάθημα λογοτεχνίας και φιλολογίας αν περιείχε έστω αποσπάσματα από μερικά βιβλία που πραγματικά θα ενδιέφεραν τα ευαίσθητα νιάτα κι όχι τις κονσέρβες των σιτεμένων μυαλών των μεγάλων.

Ένα από τα βασικά προβλήματα είναι πως θεωρούμε την έκθεση (που είναι βασικά έκθεση ιδεών και τη βαθμολογούμε για τις ιδέες και τον τρόπο που καταγράφονται στο χαρτί), και λογοτεχνικό είδος. Όμως εγώ νομίζω ότι δεν μπορεί κανείς να γράψει έκθεση στο σχολείο  σε μια γλώσσα που δεν είναι κονσέρβα. Αν μπορεί να βάλει την εξυπνάδα του και τα επιχειρήματα στη σειρά σήμερα στο σχολείο, αύριο θα γίνει, ίσως πολιτικός και θα τον εκτιμούν όλοι! Μα αν ήταν έτσι, κάθε άριστος γνώστης της γραμματικής του λεξικού και του συντακτικού, με άριστα στην έκθεση ιδεών, θα ήταν και λογοτέχνης, όπως ο Παπαδιαμάντης, ή ο Λουντέμης, ή ο Βιζυηνός. Ίσως μια καλή έκθεση να είναι η ένδειξη πως υπάρχει λογοτεχνικό ταλέντο. Ωστόσο από την εμπορευματοποίηση του συστήματος, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να πήξουμε στους λογοτέχνες της δημιουργικής γραφής που δεν έχουν απολύτως τίποτα να προσφέρουν πέρα από την ανάλωση του χρόνου μας στην ανάγνωση. Μια ανάγνωση που στο τέλος δεν αφήνει παρά μόνο μια γεύση του απόλυτου τίποτα.

Δεν ξέρω τι φταίει, αλλά από το σχολείο αρχικά μίσησα τη λογοτεχνία για τους χαμηλούς μου βαθμούς στην έκθεση και το Παπαδιαμάντη γιατί δεν κατανοούσα τη γλώσσα του, το ύφος και το ήθος του.
Όταν αναγκαστικά εργάστηκα ως δημοσιογράφος ειδικού τύπου, υπέστην τόσες πολλές διορθώσεις των κείμενων μου με βάση το λεξικό του Μπαμπινιώτη  που τον μίσησα και αυτόν. Όταν ξέρεις πως ο καθένας στέκει με το τουφέκι στο τι θα γράψεις , τι θα πεις, πως θα το πεις, έρχεται κάποια στιγμή που κατανοείς το πρόβλημα του αρχισυντάκτη σου. Ίσως και  δίχως να το καταλάβει ο διορθωτής γίνεται λογοκριτής. Ο χειριστής του λόγου, ο συντάκτης, αισθάνεται σαν μάγος στη φωτιά της ιερής εξέτασης, ή «εις την πυρά της ιεράς εξετάσεως».
Αυτή είναι  η γλώσσα μας και αυτοί που αποφασίζουν πως θα γράφουμε και πως θα την ομιλούμε, ας τη χαίρονται. Ωστόσο ο χειρισμός της γλώσσας και η εφαρμογή του συντάγματος αφήνονται στο πατριωτισμό των Ελλήνων, νομίζω;


Γιάννης Γλυνός

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Φωτογραφία για… τεμπέληδες.



"Αν κάποια στιγμή θελήσεις να εργαστείς, είσαι μάλλον άρωστος. 
Ξάπλωσε και ηρέμησε, μέχρι να σου περάσει η αδιαθεσία".

Αναρωτιέμαι, υπάρχει περίπτωση ένας «τεμπέλης» να γίνει φωτογράφος;
Κι αν ναι, τι πρέπει να γνωρίζει;
Πρέπει να μάθει;
Πως θα μάθει ότι χρειάζεται;
Χρειάζεται να μάθει μόνο τα βασικά;
Βασικά έχω καταλάβει, το έχω δει, το έχω διαπιστώσει, πως ο τεμπέλης είναι έξυπνος και προσπαθεί με το λιγότερο κόπο να πετύχει τα πλέον άρτια αποτελέσματα.
Να ξεκαθαρίσουμε λοιπόν ένα πράγμα από την αρχή, πριν γίνει παρεξήγηση. Οι τεμπέληδες, είναι έξυπνοι. Είναι περισσότερο έξυπνοι από τους άλλους, και βρίσκουν τρόπους να κάνουν με λιγότερη προσπάθεια, λιγότερες κινήσεις, σχεδόν τα πάντα, αλλά όχι πάντα.
Αν δεν υπήρχαν οι τεμπέληδες, ακόμη θα ζούσαμε σε σπηλιές, στη λίθινη ίσως  εποχή. Όλες οι μικρές-μεγάλες εφευρέσεις έγιναν από έξυπνους τεμπέληδες. Δίχως κάτι να τους κινεί το ενδιαφέρον δεν κάνουν σχεδόν τίποτα, θα βρουν τρόπο να ξεφύγουν όσο κι αν άλλοι τους στριμώξουν.
Οι τεμπέληδες, σκέπτονται, αλλά ίσως δεν το δείχνουν. Συχνά η στάση τους δημιουργεί προβλήματα στους άλλους γύρω τους, που «σκοτώνονται στην δουλειά», αλλά σκέπτονται λιγότερο και δύσκολα εφευρίσκουν  τρόπους να κάνουν τη ζωή τους και τη δική μας ποιο εύκολη.
Με αυτές τις σκέψεις ας δούμε λοιπόν τι πρέπει να γνωρίζει ο τεμπέλης φωτογράφος.
Εφόσον του «κόβει», θα πρέπει να μάθει τα πάντα για τη φωτογραφία.
Θα πρέπει να βάλει κάποιους στόχους αρχικά για το είδος ή τα είδη που του ταιριάζουν ποιο καλά στην εξυπνάδα του και στη τεμπελιά του.
Λογικό δεν ακούγεται;
Για να βρει κανείς τι του πάει ποιο καλά από φωτογραφική άποψη, αρκεί μια έρευνα στο διαδίκτυο για να ανακαλύψει τα είδη φωτογραφίας που μπορεί να του αποφέρουν ίσως και κάποιο κέρδος, ή τα είδη που δεν απαιτούν ακριβό εξοπλισμό, ή που δεν απαιτούν τεράστιες προσπάθειες, δηλαδή κουβάλημα κυρίως.
Επειδή τα πάντα είναι ρευστά σήμερα, τίποτα από όλα αυτά που θα μάθει δεν είναι σίγουρο ότι θα χρειαστούν και θα αντέξουν στο πέρασμα του χρόνου. Για παράδειγμα, σήμερα δεν υπάρχουν πλέον πολλές ευκαιρίες να ζήσει κανείς από τη φωτογραφία. Οι ανατροπές είναι τεράστιες και συχνές.
Έτσι ο τεμπέλης φωτογράφος θα χρειαστεί όλη του την εξυπνάδα και για να επιβιώσει. Όσο ποιο τεμπέλης είναι δε, τόσο ποιο πολύ θα χρειαστεί να προσφύγει στις «έτοιμες γνώσεις» των άλλων. Αυτό σημαίνει περισσότερη μελέτη για να μάθει τουλάχιστο τη βασική τεχνική της φωτογραφίας.
Αν δεν ασχοληθεί με τη φωτογραφία εντατικά, δηλαδή αν δεν πάρει πάρα πολλές φωτογραφίες τις οποίες θα κρίνει και θα επανεξετάζει κατά διαστήματα, κι αν δεν του γίνει δεύτερη φύση η τεχνική, και ο πειραματισμός, τα περιθώρια να επιβιώσει ως φωτογράφος είναι ελάχιστα. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την αρχική προσμονή πως ο τεμπέλης μπορεί με ελάχιστη προσπάθεια να γίνει φωτογράφος, κι ακόμη ποιο δύσκολα να γίνει καλός φωτογράφος.
Για το τεμπέλη φωτογράφο, η αρχή είναι απλή και σύντομη, δεν έχει κόπο.
R.T.F.M.
Διάβασε δηλαδή το… εγχειρίδιο. Όμως ελάχιστες πλέον φωτογραφικές μηχανές συνοδεύονται από εκτεταμένες οδηγίες χρήσης. Και αυτό γίνεται για δυο λόγους.
Οι φωτογράφοι δεν διαβάζουν τις οδηγίες χρήσης και τα τεχνικά χαρακτηριστικά (βαριούνται, ή βιάζονται), έτσι οι κατασκευαστές κάνουν οικονομία στο χαρτί και δεν τυπώνουν βιβλιαράκια.
Η τα τυπώνουν σε μικρές σελίδες, έτσι που δεν διαβάζονται. Άσε που οι κατά Γούγλε μεταφράσεις από Κινέζικα σε Ελληνικά, σπάνε κόκαλα.
Φωτογραφικά όμως βιβλία υπάρχουν πλέον πάρα πολλά, Αγγλικά και Ελληνικά.
Ο τεμπέλης φωτογράφος μπορεί άνετα, από το σπίτι του να διαβάσει, να μάθει, να δει έτοιμα παραδείγματα και να γλυτώσει χιλιάδες ώρες και κόστος σε φιλμ, χημικά, χαρτιά, σκοτεινό θάλαμο αφού η φωτογραφία είναι ψηφιακή.
Θα χρειαστεί να ασκήσει τη μνήμη του όμως. Όντας τεμπέλης, στο σύνολο της φωτογραφικής του ζωής, το πλέον πιθανό θα είναι να λάβει πολύ λιγότερες φωτογραφίες από  άλλους «προκομμένους και ακούραστους» συναδέλφους. Γενικά οι τεμπέληδες θα πάρουν τις εντελώς απαραίτητες φωτογραφίες. Σιγά που θα κάτσουν να σκάσουν.
Το ότι οι περισσότεροι σύγχρονοι φωτογράφοι «καίνε» ένα κλείστρο κάθε 3-4 χρόνια, δεν σημαίνει ότι πήρανε και περισσότερες ψαγμένες φωτογραφίες.
Ένα κλείστρο αντέχει ανάλογα με τη κατασκευή του από 50.000 έως 150.000 κύκλους (κλικ). Μερικές φορές φτάνει και το 1.000.000 κλικ, αλλά η εγγύηση σταματάει στα 150.000 για το ποιο καλό κλείστρο. Έτσι η βασική φωτογραφική μηχανή του καθώς πρέπει τεμπέλη φωτογράφου σπάνια θα μείνει από κλείστρο.
Έχω δει φωτογράφους να επιστρέφουν από ένα γάμο με 2.500 ψηφιακές λήψεις. Αυτό το κλείστρο θα γεράσει πολύ γρήγορα και από εκεί και πέρα δεν θα είναι αξιόπιστο.
Έχω την αίσθηση ότι ένας φωτογράφος σήμερα σε 5 χρόνια έχει πάρει πολλαπλάσιες ψηφιακές φωτογραφίες, όχι κατ΄ ανάγκη απαραίτητες, σε σύγκριση με ένα που φωτογράφιζε με φιλμ μέχρι που τα παράτησε λόγο γήρατος.
Δεν μετράει όμως η ποσότητα, αλλά η ποιότητα. Σε ποσότητα, ίσως ο τεμπέλης υστερεί. Δεν υστερεί σε ποιότητα, κάτι που και πάλι το έχω δει με τα μάτια μου (έχω πολύ καλούς φίλους φωτογράφους που συχνά βαριούνται).
Ο τεμπέλης φωτογράφος σήμερα θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος για το γεγονός πως θα χρειαστεί και επί πλέον χρόνο για να ασχοληθεί με το ψηφιακό μέρος της φωτογραφίας και ότι αυτό συνεπάγεται. Δηλαδή: επεξεργασία, αποθήκευση, εξασφάλιση, διατήρηση του εξοπλισμού σε καλή κατάσταση, ταχύτερη απαξίωση του εξοπλισμού. Μπορεί η φωτογράφηση να διαρκέσει 2 και 3 ώρες και η επεξεργασία των επιλεγμένων από τις 2.500 μερικές ημέρες. Για τη φωτογράφιση, θα τα καταφέρει, για την επεξεργασία λίγο χλωμό να αφιερώσει τόοοσες ώρες.
Έτσι λοιπόν αδέλφια μου τεμπέληδες, προσέξτε περισσότερο τι τραβάτε και πως.
Ακούω συχνά να διαμαρτύρονται φωτογράφοι για το ότι η δική τους μηχανή γράφει 8 καρέ το δευτερόλεπτο και πως δεν τους αρκούν ούτε τα 10!
Ε, καλά, πάρτε κινηματογραφική, αλλά θα βαρεθείτε να διαλέγετε μετά τα καρέ. Και αυτό δεν το θέλετε. Γιατί αν το θέλετε, δεν θα είσαστε πραγματικοί τεμπέληδες.
Ο τεμπέλης φωτογράφος, πρέπει να ρυθμίζει και να χειρίζεται τη φωτογραφική του δίχως κόπο, με κλειστά μάτια, να μην τον απασχολεί με τι στοιχεία θα τραβήξει, αλλά τι θα τραβήξει και μετά να κάνει μηχανικά και αυτόματα τις ρυθμίσεις. Δεν χρειάζεται να σκοτωθεί στη δουλειά!
Ο τεμπέλης φωτογράφος, πρέπει να έχει μια μηχανή ούτε πολύ βαριά, ούτε πολύ ογκώδη, αλλά αποτελεσματική και γρήγορη. Δεν χρειάζεται πολλούς φακούς, ένα ή δυο, αλλά πολύ καλούς. Με τη ψηφιακή δεν πρέπει να αλλάζουμε συχνά φακούς γιατί η σκόνη είναι πανταχού παρούσα. Ο τεμπέλης σίγουρα δεν θέλει να ασχοληθεί και με το επισφαλές καθάρισμα του αισθητήρα.
Ο τεμπέλης φωτογράφος, σπάνια θα πάρει τρίποδο μαζί του. Κι αν το πάρει, με πρώτη ευκαιρία θα το παρατήσει. Κι ας είναι και ελαφρύ. Σας μιλάω εκ πείρας…
Ο τεμπέλης φωτογράφος θα πρέπει να γνωρίζει άριστα τα αποθέματα φυσικής  αντοχής και υπομονής του, γιατί πέρα από αυτά θα κάνει βλακείες και οι φωτογραφίες θα το δείχνουν. Και το γνωρίζει.
Ο τεμπέλης φωτογράφος, δεν πρέπει να είναι τεμπέλης σε ότι έχει σχέση με την επιλογή χρόνου και σημείου για τη ποιο καλή φωτογραφία. Και αυτό γιατί ποτέ δεν θα έχει δεύτερη ευκαιρία στο χώρο και το χρόνο για να κάνει το ίδιο. Αυτό το γνωρίζει και προβλέπει τις κινήσεις του και προσέχει… τα ρεύματα.
Ο τεμπέλης φωτογράφος, αν φωτογραφίζει για το κέφι του, δεν βαριέται. Αν αντίθετα πρόκειται για πληρωμένη εργασία, θα αρχίσει να «κλωτσάει» και να γκρινιάζει, φανερά ή κρυφά, μέχρι να τελειώσει την φωτογράφιση.
Ο «τεμπέλης» φωτογράφος θα εκπλαγεί αρχικά όταν παρασυρμένος από τη φωτογραφική δημιουργία, θα διαπιστώσει πως για το διάστημα που δημιουργούσε, το πνεύμα του υπερίσχυσε της φθαρτής ύλης του σώματος με αποτέλεσμα ο χρόνος και ο κόπος να εξαφανισθούν, για να επανέλθουν μόλις καταλάβει πως ό,τι είχε να γίνει, έγινε.
Ζήτω οι τεμπέληδες φωτογράφοι λοιπόν.
Δεν κάνω πλάκα. Κουράστηκα!

Γιάννης Γλυνός

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Διάθεση ή παιχνίδι;



Φωτογραφία,
τα συστατικά της τέχνης της φωτογραφίας
δημιουργία,
διάθεση για δημιουργία,
και κορεσμός.


Πάνε πολλά χρόνια από τη πρώτη μου επαφή με τη φωτογραφία. 
Ήταν θυμάμαι σε μια εκδρομή με το γυμνάσιο που ένας συμμαθητής μας έβγαλε τη πρώτη ομαδική, αναμνηστική φωτογραφία. Ο πατέρας του, ήταν ναυτικός, αυτός του είχε φέρει δώρο μια αυτόματη τηλεμετρική μηχανή για φιλμ 35 χιλιοστών. Οι περισσότεροι Έλληνες τότε είχαν μηχανές φερμένες από την Ιαπωνία από τους ναυτικούς μας.
Λίγο αργότερα, απόκτησα μια πλαστική χειροκίνητη 35 χιλιοστών. Είχε διαφράγματα και ταχύτητες. 
Σημασία έχει σε αυτό το σημείο να πω πως δεν επέλεξα μια "αυτόματη" Κόντακ ινσταμάτικ με την οποία δεν θα μπορούσα να ρυθμίσω το παραμικρό. 
Αυτή η επιλογή ήταν και η αρχή για τη φωτογραφική μου πορεία. Την έλιωσα τα μηχανούλα στα κλικ και τελικά μόνο μια τυπωμένη φωτογραφία έχω που κάτι να αξίζει, αλλά δεν βρίσκω το αρνητικό.
Είχα από τότε τη διάθεση να βγάζω φωτογραφίες, μου άρεσε να βλέπω τον κόσμο μέσα από ένα παράθυρο, το σκόπευτρο. Όλα τα άλλα που ακολούθησαν δεν τα φανταζόμουνα. Δεν είχα χρήματα, δεν είχα τεχνικές γνώσεις, ούτε και καλή μηχανή. Η διάθεσή μου όμως με έκανε να στήσω το σκοτεινό θάλαμο με παλιά μεταχειρισμένα μηχανήματα σε ένα μικρό δωματιάκι και να παίζω. Όλα τα χημικά τα ετοίμαζα μόνος μου με βάση συνταγές, στη συνέχεια έκανα μικρές αλλαγές για να βλέπω τα αποτελέσματα. Πειραματισμοί και ξενύχτια, ζυγαριά ακριβείας, όλα τα χημικά για το ασπρόμαυρο φιλμ και τα χαρτιά, όργανα, θερμαντικά σώματα, εκτυπωτικές μηχανές, φακοί. 
Όλα αυτά τότε, σήμερα η διαδικασία έχει αλλάξει κι όλα γίνονται ψηφιακά. Αναρωτιέμαι αν σήμερα η ψηφιακή διαδικασία θα με ενδιέφερε όπως τότε η χημεία και τα παρελκόμενα. Γεγονός είναι πως η τέχνη της φωτογραφίας εξαρτάται άμεσα από τη τεχνική και τη διαθέσιμη τεχνολογία, που επηρεάζει άμεσα τη διάθεση για δημιουργία μέσα από δεδομένες διαδικασίες.
Όλα ήταν χλωμά και μίζερα τα χρόνια εκείνα, μόνο που δεν το βλέπαμε έτσι τότε οι νέοι. Για την ακρίβεια, δεν βλέπαμε καν. 
Η φωτογραφική όραση ήταν για εμένα η «αποκάλυψη» που ήρθε μέσα από ένα βιβλίο της Κόντακ αρκετά χρόνια μετά. Μέσα από τη φωτογραφική όραση άρχισα να βλέπω κάτω από τις μάσκες, να διαβάζω τη γλώσσα του σώματος, να αναζητώ το ορατό κι όμως αόρατο.
Υπήρχε σπίθα δημιουργικής διάθεσης τότε, πολύ πριν την αποκάλυψη.
Ήταν η μυρουδιά του φιλμ και των χημικών; Ίσως, η μαγεία της εμφάνισης; Το τράβηγμα και η αναμονή του αποτελέσματος της εμφάνισης και της εκτύπωσης; 
Ότι κι αν ήταν, δεν ήξερα που θα με πάει, πήγαινα όμως χωρίς να μπορώ να αντισταθώ. Όπου βγει.
Ήθελα θυμάμαι μια καλή μηχανή. Έμαθα με θλίψη για τις ρεφλέξ (είχαν μεγάλο κόστος και δασμούς). Εξ αρχής η επιλογή μου ήταν για το κάδρο 2 προς 3, (1: 1,6) ή κάτι όσο γίνεται ποιο κοντά στη χρυσή τομή.
Λίγο μετά βρήκα εργασία, απόκτησα αυτό που λέμε μαγιά, αγόρασα τη πρώτη ρωσική ρεφλέξ, πήρα και ένα τηλεφακό, βρήκα και ένα ελαφρά ευρυγώνιο. 
Ανάσταση!
Αν και η μηχανή ήταν σκληρή στη χρήση, εντελώς χειροκίνητη και αργή, ήταν όμως και πραγματικός καπαντζές. Δηλαδή είχες το κλείστρο άμεσα με το πάτημα. Ωστόσο για να ξαναδείς μέσα από το σκόπευτρο το επόμενο όραμα, έπρεπε να οπλίσεις και πάλι για να κατέβει ο καθρέφτης! Τα διαφράγματα; Μπαίνανε μόνο με το χέρι τη τελευταία στιγμή, κατά κάποιο τρόπο.
Παρά τους περιορισμούς, άρχισα να ονειρεύομαι κοιτάζοντας μέσα από ένα σκόπευτρο, μέσα από σταθερούς φακούς. Η φωτογραφική εμπειρία βελτίωσε τη διάθεση, άλλαξε σαφώς η διαδικασία φωτογράφισης με την επιλογή κάδρου, το παιχνίδι με το νετ και το μαγικό φλου, τις φωτοσκιάσεις του ασπρόμαυρου.
Και πάλι, έλιωσα το κλείστρο μέσα σε δυο χρόνια αφού τράβηξα μερικές μπομπίνες φιλμ. Όταν κατάφερα να συγκεντρώσω πάλι λίγα χρήματα απόκτησα τη πρώτη μεταχειρισμένη γιαπωνέζικη ρεφλέξ  (35 χιλιοστών) με 3 σταθερούς φακούς. Ήταν εντελώς χειροκίνητη, δίχως φωτόμετρο, με αυτόματη επαναφορά καθρέφτη, αυτόματο διάφραγμα. Εδώ ήταν αυτό που λέμε: τέλος οι αυτοματισμοί! 
Βρήκα ένα κανονικό φακό 55 χιλιοστών, ένα 28, ένα 135, και λίγο αργότερα ένα 200 χιλιοστών. Με αυτό το φακό των 200 χιλιοστών είναι αλήθεια πως ταξίδευα ποιο μακριά.
Η ανανεωμένη διάθεσή μου για φωτογραφίες εξ αιτίας της «σωστής» πλέον μηχανής  (για την εποχή και τα οικονομικά μου) με οδήγησε στο να ασχοληθώ σοβαρά με τη τεχνική που με απασχολούσε, με καθυστερούσε συνεχώς η αμφιβολία της σωστής έκθεσης και δεν με άφηνε να αφιερωθώ σε βάθος με την φωτογραφική δημιουργία και την αισθητική.
Δηλαδή υπήρχε απεριόριστη διάθεση, αλλά δεν υπήρχε επαρκής τεχνική γνώση. Δεν είχα ούτε φωτόμετρο, υπολόγιζα το φως με τους γνωστούς πίνακες από τα κουτάκια των φιλμ. Απόκτησα φωτόμετρο λίγο αργότερα. 
Είχα θεοποιήσει τη τεχνική είναι η αλήθεια, απολάμβανα αυτό που έβλεπα μέσα από το σκόπευτρο, μου άρεσε να συνθέτω πράγμα που δύσκολα έμπαιναν σε τάξη. Ωστόσο, ήμουν νέος, είχα φωτογραφική διάθεση, αλλά αγνοούσα όλους τους αξιόλογους φωτογράφους, τη θεματολογία, τις «σχολές» και τα ρεύματα. Απλά, με όλη τη διάθεσή μου τραβούσα τις φωτογραφίες δίχως βαθύτερη γνώση, ήμουν απλοϊκός φωτογράφος και το απολάμβανα. Ηρωικές εποχές, ωραία χρόνια!
Οι βάσεις της  δικής μου αισθητικής μπήκαν λίγο-λίγο από όσες κινηματογραφικές ταινίες παρακολουθούσα και από τα μαθήματα ελεύθερου σχεδίου. Πολύ σύντομα το να εκθέσω σωστά δεν ήταν πρόβλημα (ας είναι καλά το Γουέστον Μάστερ). Τραβώντας πάρα πολλές φωτογραφίες λόγο ακριβώς της δημιουργικής φωτογραφικής διάθεσης, άρχισα να ξεπερνάω τα τεχνικά προβλήματα με πειραματισμό και εμπειρία, αγάλι-αγάλι.
Πέρασαν αρκετά χρόνια με οραματισμούς πίσω από το σκόπευτρο. Κάποια στιγμή, άρχισα να βλέπω και να συλλέγω φωτογραφικά βιβλία, κι όταν το διαδίκτυο έγινε προσιτό, ένιωσα πως η διάθεση για φωτογραφίες βελτιώθηκε από την επαφή με την ουσία και την ιστορία της φωτογραφίας.
Ήθελα στην αρχή να πάρω φωτογραφίες σαν αυτές των μεγάλων φωτογράφων, είχα ίσως ήδη πάρει και τις δικές μου, αλλά μέσα μου η διάθεση για αυτοκριτική και δημιουργία άρχισε να κλονίζεται. Κατάλαβα πως κάθε έργο τέχνης φωτογραφικό, όπως και κάθε άλλο έργο τέχνης, δεν μπορεί να επαναληφθεί. Το αποτέλεσμα της αντιγραφής θα είναι μόνο για γέλια.
Διαβάζοντας θεωρίες, σκέψεις και απόψεις, αντίθετες ή ομοειδείς, ή έστω, καινούριες για το γνωστικό μου υπόβαθρο, η αμφιβολία ήρθε και κούρνιασε. Βρε μπας και αυτό που κάνω εγώ δεν είναι φωτογραφία; 
Μήπως έπρεπε να κάνω μόνο αυτό, ή μόνο εκείνο που μου έλεγαν; 
Να έχω δικό μου στυλ; 
Να είμαι πολύ ποιο αυστηρός; 
Μήπως έπρεπε να πάω σε σχολή να πάρω και ένα «χαρτί»;
Τι είναι θέμα; τι είναι περιεχόμενο; τι είναι αντιγραφή; 
Τι είναι μήνυμα; τι είναι ωραίο; τι είναι φωτογραφία; 
Τι είναι τεχνική και μέχρι που μπορεί να φτάσει; 
Τι είναι φωτογραφική αισθητική; Όραμα τι είναι; 
Μπορεί το όμορφο να είναι άσχημο και το άσχημο όμορφο στη φωτογραφία; 
Οι κανόνες χρειάζονται; Ή μήπως είναι για να ψαρώνουν τα «στραβάδια»;
Μετά από μερικές χιλιάδες φωτογραφίες αντί η διάθεση για φωτογραφίες να κοπάσει, αγρίεψε. Μέσα σε 10 περίπου χρόνια τράβηξα εκατοντάδες χιλιάδες φωτογραφίες με κάθε ευκαιρία, με κάθε μηχανή που έβρισκα, με κάθε φακό, αδιαφορώντας για τη θεματολογία και τις προκαταλήψεις που μέχρι τότε είχα σχηματίσει ακούγοντας και βλέποντας τον ένα και τον άλλο. 
Η πίστη και η εμπιστοσύνη στον εαυτό και σε ότι κάνουμε μας φαίνεται πως έρχεται μόνο με την εμπειρία και την αυστηρή αυτοκριτική. Αν ακούμε το καθένα, στο τέλος θα γίνουμε οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που βλέπουμε στο καθρέφτη το πρωί.
Μπορεί και να κάνω λάθος στα συμπεράσματά μου, αλλά δεν με νοιάζει πλέον, όπως κανείς δεν νοιάζεται και για τις φωτογραφίες που τραβάω. Τις βλέπουν ίσως, αλλά δεν έχω νέα από τους επισκέπτες μου, ή σχόλια, για γνωρίζω. 
Σήμερα, η αρχική διάθεση για φωτογραφία μετά από τα τεράστια εθνικά και κοινωνικά οικονομικά μας προβλήματα μόνο φωτογραφίες οργής με παρακινούν να πάρω, και αυτό δεν το θέλω. Γιατί δεν είναι δική μου απόφαση, ή διάθεση, αλλά είναι εξαναγκασμός στη κατάθλιψη. 
Εγώ πάντα ήθελα να μπορώ να ονειρεύομαι κοιτάζοντας μέσα από το σκόπευτρο ένα κόσμο όμορφο, ακόμη κι όταν κυριαρχούσε η ασχήμια. Η διάθεση για φωτογραφικό έργο ήταν και είναι το οξυγόνο, μόνο που μέχρι να το καταλάβω πέρασα στην ηλικιακή ωριμότητα με ότι αυτό συνεπάγεται. Αν υπήρχαν τότε που ήμουν 20 χρονών σχολές, λέσχες, βιβλία, διαδίκτυο, καλοί δάσκαλοι, δυνατότητα για φωτογραφική εκπαίδευση, φωτογραφικές ομάδες, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά ως προς τη διάθεση, και διαφορετικά επίσης ως προς τη δική μου θεματολογία. Για την επαγγελματική μου πορεία δεν γνωρίζω κάτι σίγουρο καθώς τα μηνύματα από τους συναδέλφους είναι αποκαρδιωτικά.
Έχω σήμερα τεχνική και αισθητική γνώση, φωτογραφική σοφία τολμώ να πω (σε σχέση με την ηλικία των 20), ισχυρή φωτογραφική μνήμη, μηχανές και φακούς.
Τα έχω όλα! Δηλαδή σχεδόν όλα. Τα νιάτα μου όμως δεν τα έχω. 
Το βασικότερο μάθημα που σου προσφέρει η φωτογραφία είναι να σέβεσαι το χρόνο.
Πέρα από τα τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της δικής μας χώρας, υπάρχουν και τα διεθνή. Ίσως όχι τόσο σημαντικό αλλά σίγουρα πρόβλημα, είναι πως η ταπεινή, εύκολη, γρήγορη σχετικά φωτογραφική δημιουργία (σε σύγκριση με τη ζωγραφική), πέρασε από την εποχή των αλάτων των φιλμ και των χημικών, δηλαδή την «αναλογική» εποχή, στη ψηφιακή μέσα σε μια δεκαετία. Ίσως και λιγότερο.
Ένας σημαντικός φωτογραφικός κλάδος είναι η εφαρμοσμένη φωτογραφία που συμβαδίζει και εξαρτάται άμεσα από την βιοτεχνική και βιομηχανική παραγωγή. ‘Ενας άλλος κλάδος είναι η ερασιτεχνική φωτογραφία αλλά ο σημαντικότερος από πλευράς αισθητικής και δημιουργίας είναι η καλλιτεχνική φωτογραφία.
Η χαμηλή εκτίμηση που είχαν για το φωτογραφικό μέσο οι έχοντες χρήματα προς αποταμίευση και αγορά αξιόλογων φωτογραφιών περιορίστηκε από την ακόμη ποιο μεγάλη ευκολία της ψηφιακής φωτογραφικής τεχνικής.
Τώρα, όλα γίνονται εύκολα, φτηνά και γρήγορα, με το πάτημα ενός κουμπιού, που κυριολεκτικά και μεταφορικά, ο καθένας μπορεί να κάνει.
Πώς λοιπόν και πόσο μπορεί να εκτιμήσει σήμερα κάποιος τη δημιουργική φωτογραφία; Τα άλλα δυο είδη αν υπάρχει αγορά, υπάρχει αντικείμενο. Δηλαδή αν υπάρχει παραγωγή προϊόντων, υπάρχει ζήτηση και για φωτογραφίες. Αν ο ερασιτέχνης έχει οικονομική άνεση, θα τραβήξει φωτογραφίες. Ο δημιουργός τι να κάνει αν δεν έχει να φάει;
Επανερχόμαστε λοιπόν στη σπανιότητα και ιστορική μοναδικότητα ως αρχική εμπορική αξία της φωτογραφίας και αμέσως μετά στην αισθητική της αξία. 
Για την εμπορική της αξία, οι έχοντες ελέγχουν την αγορά με τη προσφορά και τη ζήτηση. Την αισθητική (και εμπορική) αξία της καλλιτεχνικής φωτογραφίας την ελέγχουν τα ΜΜΕ. Όλοι όσοι έχουν δημιουργική διάθεση και τους αρέσει να βλέπουν φωτογραφίες, τραβάνε τις δικές τους και χαζεύουν-ζηλεύουν τις φωτογραφίες των άλλων. Αδυνατούν οι περισσότεροι να αγοράσουν φωτογραφίες που  τους αρέσουν και τις έχουν τραβήξει άλλοι. Θα πείτε εδώ δεν μπορούνε να τυπώσουν τις δικές τους, θα αγοράσουν φωτογραφίες άλλων;
Σκληρή ζωή και ακόμη ποιο σκληρή η λογική της οικονομίας. Η ευκολία της ψηφιακής φωτογραφίας μπορεί να ενθαρρύνει, να μην εμποδίζει τη λήψη περισσότερων φωτογραφιών και να προκαλεί διάθεση για φωτογραφική δημιουργία, μόνο που «το άθλημα» έγινε ακόμη ποιο ρηχό, προσωπικό, και ποιο εσωστρεφές (αναφορικά με το σύνολο των φωτογραφιών που τραβάμε).
Η παιδική και νεανική μου διάθεση για φωτογραφίες έχει αλλάξει, πάει, χάθηκε. 
Βαρέθηκα να βλέπω τεχνικά άρτιες εκτεθειμένες φωτογραφίες, φτιασιδωμένες, και ανούσιες αντιγραφές της φύσης. Κι αν η κατάσταση δεν αλλάξει, η διάθεσή μου για φωτογραφίες θα χαθεί σύντομα οριστικά. Θα απομείνω και εγώ με τη σοφία και την απραξία των γερόντων. Γιατί τελικά για τη φωτογραφική δημιουργία δεν αρκεί η σχετική διάθεση, αλλά χρειάζονται: καλή φυσική κατάσταση, κάποια οικονομική άνεση, όνειρα, οράματα, και ελευθερία να δημιουργούμε ότι, όπου, όποτε, και όπως θέλουμε, με όποια τεχνολογία θελήσουμε κι όχι όποια μας σερβίρουν.
Τα έχουμε;

Γιάννης Γλυνός

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Σχετικά με τη δημιουργία



Δημιουργία, δημιουργικότητα, δημιουργοί, τέχνη, φωτογραφία, δημιουργική φωτογραφία.

Η έννοια της δημιουργικότητας, όπως και ο προσδιορισμός των δημιουργικών ατόμων, δεν είναι σίγουρο πως είναι αποδεκτά και κατανοητά  από τη κοινή γνώμη.
Ούτε όμως φαίνεται πως είναι απαραίτητο να συμφωνήσουν όλοι. Εδώ όλοι διαφωνούν σε όλα, πόσο μάλλον σε θέματα αισθητικής και δημιουργίας.
Η δημιουργία και η τέχνη, τραβάνε το δρόμο τους, άσχετα από τη μάζα και τη κοινή γνώμη. Ευτυχώς, υπάρχει η ιστορία που κρίνει τους άξιους, έστω και μετά θάνατο.
Ακόμη και οι ειδικοί δεν συμφωνούν στον ορισμό της δημιουργικότητας. Όσο για το τι είναι τέχνη, που είναι η ολοκλήρωση της καλλιτεχνικής δημιουργικότητας, ή έστω τμήμα της έννοιας «δημιουργικότητα», οι απόψεις διαφέρουν από εποχή σε εποχή, από λαό σε λαό, από χώρα σε χώρα, από ήπειρο σε ήπειρο.
Ακόμη ένα μεγάλο και πολύ σοβαρό πρόβλημα είναι το ότι άλλος δημιουργεί συνεχώς και με απίστευτη ευκολία, κι άλλος τρώει τις σάρκες του μέχρι να νοιώσει ότι έφθασε στο όριο. Αλλά και τότε, υπάρχουν δημιουργοί που τολμάνε να αναθεωρήσουν το «τέλειο» έργο τους, να το διορθώσουν. Έτσι κάθε δημιουργός που σέβεται το έργο του δεν αποδέχεται πως υπάρχει τέλος ή όριο στη δημιουργικότητα του ανθρώπου. Στο τέλος, υπάρχει μόνο ο θάνατος του δημιουργού που αφήνει πίσω του το έργο. Πρέπει να κατανοήσουμε πως οι ειδικά οι μεγάλοι δημιουργοί ακροβατούν συνεχώς σε τεντωμένο σχοινί.
Κλασσικό παράδειγμα μεγάλων και κοινά αποδεκτών δημιουργών (στο δυτικό κόσμο) είναι ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν.
Αν διαβάσετε τις βιογραφίες τους, θα καταλάβετε.
Όσο για την ευρεία αποδοχή της δημιουργίας του έργου τέχνης, και εδώ έχουμε τεράστιες αποκλίσεις στις προτιμήσεις του κοινού.
Πχ, δείτε πίνακες του Βαν Κογκ και του Μιχαήλ Άγγελου. Ποιός αρέσει και σε ποιόν;
Η δημιουργία έχει στάδια και ιδιομορφίες.
Για παράδειγμα, κάποιος σκέφτεται πως θα μπορούσε να κάνει μια εργασία ποιο εύκολα, ποιο καθαρά, ποιο γρήγορα, και με σαφώς ποιο καλά αποτελέσματα.
Στη συνέχεια, σχεδιάζει ένα βολικό εργαλείο.
Το κατασκευάζει. Το τελειοποιεί, το δοκιμάζει.
Μέχρι εδώ έχουμε μια μορφή δημιουργίας που θα την ονομάζαμε εφευρετικότητα, ή κατασκευαστική δημιουργία. Όλοι οι χειρώνακτες τεχνίτες ανήκουν σε αυτή την μεγάλη ομάδα.
Στη συνέχεια, ο τεχνίτης, προσθέτει γραμμές, κάποιο σχέδιο, κάποιο χρώμα για να κάνει τη κατασκευή του ποιο όμορφη, ή να ξεχωρίζει από τα εργαλεία των άλλων. Από εδώ ξεκινάει η αισθητική δημιουργία.
Παράδειγμα ο πολιτικός μηχανικός (τεχνίτης) και ο αρχιτέκτονας (δημιουργός), ένα απλό μαχαίρι με λαβή από ξύλο και ένα χρυσό φορτωμένο με πετράδια και σκαλίσματα.
Όμως, υπάρχουν και άτομα που από το τίποτα, προκαλούν απίστευτες ανακατατάξεις σε οτιδήποτε αγγίξουν. Έτσι λέμε πως «δημιούργησαν το χάος», πχ στη πολιτική, ή ένα παγκόσμιο πόλεμο, μια οικονομική κρίση κλπ.

Η φύση είναι δημιουργική.
Η φύση δημιουργεί ζωή, όπως και το χάος για να τη προστατέψει. Φύση, ζωή και χάος πάνε μαζί.
Μαθηματικά και δημιουργία.
Δημιουργικά είναι και τα μαθηματικά, ειδικά η αγαπημένη μου θεωρεία του χάους που μας δίνει όμορφες γραφικές παραστάσεις, τα υπέροχα φράκταλς.

Σχετικά με τη φωτογραφία.
Ο φωτογράφος, βλέπει το χώρο και το χρόνο μέσα από το φακό. Μέσα από ένα παράθυρο, επιλέγει τι θα κρατήσει, τι θα απορρίψει. Ο δημιουργικός φωτογράφος, δημιουργεί από το υπαρκτό, αυτό που χάθηκε την επόμενη στιγμή της λήψης, και το αποτυπώνει σε μια φωτογραφία. Αιχμαλωτίζει το χώρο και το χρόνο μέσα σε ένα πλαίσιο, οραματίζεται ο φωτογράφος μέσα από το σκόπευτρο τον κόσμο όπως θα ήθελε να είναι, ή όπως πραγματικά είναι, αλλά δεν θέλουμε να τον αποδεχτούμε όλοι εμείς, «οι άλλοι».
Ένα κοινό που έχουν όλοι οι δημιουργοί είναι πως μετουσιώνουν πράγματα απλά, υπαρκτά και φυσικά, σε κάτι υπερβατικό με τη δική του πνοή. Το δημιούργημα στη συνέχεια θα ζήσει αυτόνομο, ακόμη και μετά του θάνατο του δημιουργού του.
Δημιουργικότητα είναι να μπορείς να δώσεις πνοή σε κάτι για να ζήσει μόνο του στη συνέχεια.
Το ταλέντο δεν είναι απαραίτητο για το δημιουργό, ίσως και να αποβεί παγίδα! Αν όμως υπάρχει ταλέντο, μπορεί να καλλιεργηθεί με μεθοδικότητα και εργασία. Ο φωτογράφος μόνο μετά από πάρα πολλές φωτογραφίες, αυστηρές επιλογές και κρίσεις μπορεί να ελπίζει σε κάτι αξιόλογο. Η καλή και αξιόλογη φωτογραφία είναι θέμα επιμονής και εργασίας. Όσο για τη τύχη;  πάντα είναι ευπρόσδεκτη, αλλά αλλοίμονο αν κάθε φωτογράφος περιμένει πότε θα τον ευνοήσει η τύχη.







Βιβλίο σχετικά με τη δημιουργικότητα.
Βρήκα στη βιβλιοθήκη μου ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που το είχα αγοράσει αλλά δεν το είχα διαβάσει μέχρι πρόσφατα.
Έχω αντιγράψει με την άδειά του συγγραφέα μερικές προτάσεις. Σας προτείνω δίχως επιφύλαξη να βρείτε το βιβλίο, να το βάλετε στη βιβλιοθήκη σας και να το διαβάζετε κατά καιρούς.

Από το βιβλίο του καθηγητή Γιώργου Πιπερόπουλου: «Εφαρμοσμένη ψυχολογία».



Προσπάθειες προσέγγισης της έννοιας «δημιουργικότητα» μπορεί να γίνουν ωστόσο εξετάζοντας το θέμα από διαφορετικές απόψεις όπως:

Α) δημιουργικότητα ως αποτέλεσμα (ανακαλύψεις, θεωρίες, έργα τέχνης κλπ).

Β) δημιουργικότητα ως διαδικασία επίλυσης προβλημάτων.

Γ) δημιουργικότητα ως ικανότητα απόδοσης σε διάφορα έργα-εργασίες.



Υπάρχει ένα τμήμα στον ανθρώπινο εγκέφαλο όπου δημιουργούνται ιδέες. Το τμήμα ονομάζεται «άφωνη», ή «ήσυχη» περιοχή καθώς δεν ελέγχει κάποια σωματική λειτουργία, αίσθηση, κίνηση, ή σύνδεση με τον έξω κόσμο.



Οι έρευνες σήμερα οδηγούν στη πιθανή σύνδεση του έντονου ψυχοσωματικού στρες με τάση δημιουργικότητας.



Το ανοργάνωτο χάος των στοιχείων του υποσυνείδητου μοιάζει να είναι η πυγή κάθε δημιουργίας.



Οι εξωτερικές καταστάσεις χάους που χαρακτηρίζουν τη δημιουργικότητα, - το χάος και η αταξία του εργαστηρίου ενός εφευρέτη, καλλιτέχνη, επιστήμονα, αποτελούν αντικατοπτρισμό της δημιουργικής κατάστασης χάους του υποσυνείδητου των δημιουργικών ατόμων.



Η δημιουργικότητα δεν συσχετίζεται απαραίτητα με τον υψηλό δείκτη νοημοσύνης, αν και η νοημοσύνη είναι μάλλον αναγκαίος όρος για την εκδήλωσης δημιουργικής συμπεριφοράς. Παλιότερα υποστήριζαν πως οι άνδρες είναι περισσότερο δημιουργικοί από τις γυναίκες, ωστόσο η θέση των γυναικών στη κοινωνία, ή τις κοινωνίες, ήταν σαφώς μειονεκτική από κάθε άποψη.



Χαρακτηριστικά του προφίλ του δημιουργικού ανθρώπου.



1)     ενδογενής ευαισθησία σε μουσικές, μαθηματικές, λογοτεχνικές και εικαστικές εμπειρίες.

2)     τάση ασύμμετρης σκέψης το άτομο μπορεί να εντοπίζει στοιχεία τάξης μέσα στο χάος και την αταξία, τη στιγμή που άτομα υψηλής νοημοσύνης εντοπίζουν μόνο ότι είναι συμμετρικό και τακτοποιημένο σε κατάσταση τάξης και συμμετρίας.

3)     προσχολική παιδεία που έχει λάβει το άτομο από παιδί μέσα στην οικογένεια όπου ενθαρρύνθηκε η περιέργεια και δημιουργία από τη στάση ζωής των γονέων.

4)     σχολική εκπαίδευση με δάσκαλους και καθηγητές που ενθάρρυναν συχνές ερωτήσεις και έδιναν ανάλογες απαντήσεις και δεν εφάρμοζαν την απομνημόνευση της ύλης.

5)     Αστείρευτη περιέργεια, το δημιουργικό άτομο ακόμη κι όταν βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία, ερευνά και αμφισβητεί ακόμη και τα πλέον σταθερά δεδομένα με παιδιάστικη νοοτροπία και περιέργεια.

6)     Ανεξαρτησία από το χρόνο, για τα δημιουργικά άτομα η έννοια του χρόνου διαφέρει από την έννοια που έχουν όλοι οι άλλοι. Μπορεί να αναζητούν λύση σε ένα πρόβλημα ολόκληρη ζωή και να μην τη βρουν, ακόμη κι αν τη βρουν είναι έτοιμοι να αναθεωρήσουν τη λύση για μια ποιο δημιουργική. Συνήθως, τα δημιουργικά άτομα αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν στα χρονικά όρια που τους θέτουν οι άλλοι. Για το δημιουργό ο χρόνος διαστέλλεται, ή συστέλλεται ανάλογα με την ικανοποίηση από την επιτυχία, ή την αποτυχία.

7)     Θάρρος και αφοσίωση, καθώς το δημιουργικό άτομο δεν φοβάται την αποτυχία, το κόστος, ή το χλευασμό, επειδή για το δημιουργό αυτό που πραγματικά μετράει είναι η υποκειμενική αίσθηση της σπουδαιότητας κι όχι η γνώμη των άλλων για αυτόν και το έργο του.

8)     Αγάπη για την εργασία, όποια κι αν είναι η γνώμη όλων των άλλων, η πραγματικότητα επιβεβαιώνει το γεγονός πως τα δημιουργικά άτομα- καλλιτέχνες, λογοτέχνες, εφευρέτες, εξερευνητές, επιστήμονες, ζωγράφοι, φωτογράφοι, γλύπτες, αρχιτέκτονες, κλπ εργάζονται όχι μόνο σκληρά αλλά και διαχρονικά, με συνέπεια. Η ενασχόληση με τη δημιουργία, η συνειδητή και υποσυνείδητη ενασχόληση με το δημιουργικό έργο και τους στόχους, συνεχίζεται τόσο στις ώρες εγρήγορσης, όσο και του ύπνου, σε ρυθμό συχνά πραγματικού καταναγκασμού.





Δημιουργικό κοινωνικό σύστημα

Κοινωνικά συστήματα, αλλά και υποσυστήματα, και μικρόκοσμοι όπως: επιχειρήσεις, οργανισμοί, ιδρύματα, δήμοι, κοινότητες, λέσχες, ομάδες ατόμων που διαθέτουν στη δομή τους και στο χαρακτήρα τους τα παρακάτω χαρακτηριστικά, έχουν αυξημένες πιθανότητες και δυνατότητες δημιουργικότητας και ανάπτυξης καινοτομιών από τα άτομα-μέλη τους:

1)     Απόθεμα κεφαλαίου, που επιτρέπει στο κάθε σύστημα να δίνει χρόνο, ευκαιρίες και ανάλογη, μικρή έστω οικονομική βοήθεια στα δημιουργικά άτομα για να ασχοληθούν με δημιουργικές διαδικασίες. Όταν τα άτομα είναι αναγκασμένα να ασχολούνται αποκλειστικά με την επιβίωση, δεν απομένει ούτε χρόνος, ούτε διάθεση, ούτε ενέργεια, ούτε τα ψυχοκίνητρα για την ανάπτυξη της δημιουργικότητας.

2)      Ελεύθερη κοινωνία, τα άτομα, οι γνώσεις και οι πληροφορίες να κυκλοφορούν ελεύθερα, διαφορετικά οι κοινωνίες εμποδίζουν και περιορίζουν τη ποιότητα και ποσότητα της δημιουργικότητας.

3)     Σύστημα αμοιβών, διότι η δημιουργικότητα πρέπει να αμείβεται οικονομικά και κοινωνικά (απολαβές και αναγνώριση). Πολλά συστήματα αφήνουν τους καλλιτέχνες και δημιουργούς πεινασμένους, δίχως πρόνοια, τους επιστήμονες ρακένδυτους και αγνοημένους, τα εργαστήρια δίχως πόρους και γυμνά από εξοπλισμό και προσωπικό.

4)     Κλίμα ενθάρρυνσης καινοτομιών, καθώς η δημιουργικότητα και τα δημιουργικά άτομα χρειάζονται ηθική ενθάρρυνση και  ενίσχυση κι όχι τιμωρίες. Μπορεί ούτε η ιερή εξέταση να μπορέσει να εξαφανίσει τη δημιουργικότητα, όμως οι όποιοι περιορισμοί έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα.

5)     Δυνατότητες στοχαστικής απομόνωσης, διότι το δημιουργικό άτομο έχει συχνά ανάγκη για προσωπικό χώρο και ελεύθερο χρόνο για στοχασμό, έχει ανάγκη να ξεφεύγει από τη καθημερινότητα και τις πιέσεις της, έχει απόλυτη ανάγκη να μπορεί να ονειρεύεται και να οραματίζεται δημιουργικά, δηλαδή το έργο και πως θα το πραγματοποιήσει.

6)     Δημιουργία επιγόνων, δηλαδή πρέπει το σύστημα να βοηθάει στη συνέχιση της δημιουργικότητας  και να προσφέρει τα απαραίτητα για την εδραίωση δημιουργικών ομάδων, με ικανούς δασκάλους έτσι ώστε η δημιουργικότητα να μην σταματήσει στο πρώτο και τελευταίο άτομο.

7)     Εκπαίδευση εδραιωμένη στην έρευνα, διότι ένα εκπαιδευτικό σύστημα για να είναι σε θέση να προσφέρει και να ενισχύσει τη δημιουργική παραγωγή, χρειάζεται να δίνει συνεχή έμφαση στην αναζήτηση και την περιέργεια, να καλλιεργεί την ελεύθερη έρευνα. Αντίθετα, εκπαιδευτικά συστήματα, δάσκαλοι και καθηγητές που ευνοούν μόνο την απομνημόνευση, στη πράξη βάζουν φρένο στη δημιουργική διαδικασία.


Πυγή: Δρ. Γ. Πιπερόπουλος.
Από το βιβλίο: «Εφαρμοσμένη Ψυχολογία» ISBN 960-344-146-5 το οποίο ατυχώς έχει εξαντληθεί. Εκδόσεις : Ελληνικά Γράμματα, 1955.

Εγώ συμφωνώ σε όλα με το συγγραφέα και θα προσθέσω μόνο ως σχόλιο στη τελευταία παράγραφο που αναφέρεται στην εκπαίδευση,
-“άλλο γραμματική και συντακτικό, κι άλλο λογοτεχνία”!

Προσωπικά σχόλια: Γ. Γλυνός