Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Διάθεση ή παιχνίδι;



Φωτογραφία,
τα συστατικά της τέχνης της φωτογραφίας
δημιουργία,
διάθεση για δημιουργία,
και κορεσμός.


Πάνε πολλά χρόνια από τη πρώτη μου επαφή με τη φωτογραφία. 
Ήταν θυμάμαι σε μια εκδρομή με το γυμνάσιο που ένας συμμαθητής μας έβγαλε τη πρώτη ομαδική, αναμνηστική φωτογραφία. Ο πατέρας του, ήταν ναυτικός, αυτός του είχε φέρει δώρο μια αυτόματη τηλεμετρική μηχανή για φιλμ 35 χιλιοστών. Οι περισσότεροι Έλληνες τότε είχαν μηχανές φερμένες από την Ιαπωνία από τους ναυτικούς μας.
Λίγο αργότερα, απόκτησα μια πλαστική χειροκίνητη 35 χιλιοστών. Είχε διαφράγματα και ταχύτητες. 
Σημασία έχει σε αυτό το σημείο να πω πως δεν επέλεξα μια "αυτόματη" Κόντακ ινσταμάτικ με την οποία δεν θα μπορούσα να ρυθμίσω το παραμικρό. 
Αυτή η επιλογή ήταν και η αρχή για τη φωτογραφική μου πορεία. Την έλιωσα τα μηχανούλα στα κλικ και τελικά μόνο μια τυπωμένη φωτογραφία έχω που κάτι να αξίζει, αλλά δεν βρίσκω το αρνητικό.
Είχα από τότε τη διάθεση να βγάζω φωτογραφίες, μου άρεσε να βλέπω τον κόσμο μέσα από ένα παράθυρο, το σκόπευτρο. Όλα τα άλλα που ακολούθησαν δεν τα φανταζόμουνα. Δεν είχα χρήματα, δεν είχα τεχνικές γνώσεις, ούτε και καλή μηχανή. Η διάθεσή μου όμως με έκανε να στήσω το σκοτεινό θάλαμο με παλιά μεταχειρισμένα μηχανήματα σε ένα μικρό δωματιάκι και να παίζω. Όλα τα χημικά τα ετοίμαζα μόνος μου με βάση συνταγές, στη συνέχεια έκανα μικρές αλλαγές για να βλέπω τα αποτελέσματα. Πειραματισμοί και ξενύχτια, ζυγαριά ακριβείας, όλα τα χημικά για το ασπρόμαυρο φιλμ και τα χαρτιά, όργανα, θερμαντικά σώματα, εκτυπωτικές μηχανές, φακοί. 
Όλα αυτά τότε, σήμερα η διαδικασία έχει αλλάξει κι όλα γίνονται ψηφιακά. Αναρωτιέμαι αν σήμερα η ψηφιακή διαδικασία θα με ενδιέφερε όπως τότε η χημεία και τα παρελκόμενα. Γεγονός είναι πως η τέχνη της φωτογραφίας εξαρτάται άμεσα από τη τεχνική και τη διαθέσιμη τεχνολογία, που επηρεάζει άμεσα τη διάθεση για δημιουργία μέσα από δεδομένες διαδικασίες.
Όλα ήταν χλωμά και μίζερα τα χρόνια εκείνα, μόνο που δεν το βλέπαμε έτσι τότε οι νέοι. Για την ακρίβεια, δεν βλέπαμε καν. 
Η φωτογραφική όραση ήταν για εμένα η «αποκάλυψη» που ήρθε μέσα από ένα βιβλίο της Κόντακ αρκετά χρόνια μετά. Μέσα από τη φωτογραφική όραση άρχισα να βλέπω κάτω από τις μάσκες, να διαβάζω τη γλώσσα του σώματος, να αναζητώ το ορατό κι όμως αόρατο.
Υπήρχε σπίθα δημιουργικής διάθεσης τότε, πολύ πριν την αποκάλυψη.
Ήταν η μυρουδιά του φιλμ και των χημικών; Ίσως, η μαγεία της εμφάνισης; Το τράβηγμα και η αναμονή του αποτελέσματος της εμφάνισης και της εκτύπωσης; 
Ότι κι αν ήταν, δεν ήξερα που θα με πάει, πήγαινα όμως χωρίς να μπορώ να αντισταθώ. Όπου βγει.
Ήθελα θυμάμαι μια καλή μηχανή. Έμαθα με θλίψη για τις ρεφλέξ (είχαν μεγάλο κόστος και δασμούς). Εξ αρχής η επιλογή μου ήταν για το κάδρο 2 προς 3, (1: 1,6) ή κάτι όσο γίνεται ποιο κοντά στη χρυσή τομή.
Λίγο μετά βρήκα εργασία, απόκτησα αυτό που λέμε μαγιά, αγόρασα τη πρώτη ρωσική ρεφλέξ, πήρα και ένα τηλεφακό, βρήκα και ένα ελαφρά ευρυγώνιο. 
Ανάσταση!
Αν και η μηχανή ήταν σκληρή στη χρήση, εντελώς χειροκίνητη και αργή, ήταν όμως και πραγματικός καπαντζές. Δηλαδή είχες το κλείστρο άμεσα με το πάτημα. Ωστόσο για να ξαναδείς μέσα από το σκόπευτρο το επόμενο όραμα, έπρεπε να οπλίσεις και πάλι για να κατέβει ο καθρέφτης! Τα διαφράγματα; Μπαίνανε μόνο με το χέρι τη τελευταία στιγμή, κατά κάποιο τρόπο.
Παρά τους περιορισμούς, άρχισα να ονειρεύομαι κοιτάζοντας μέσα από ένα σκόπευτρο, μέσα από σταθερούς φακούς. Η φωτογραφική εμπειρία βελτίωσε τη διάθεση, άλλαξε σαφώς η διαδικασία φωτογράφισης με την επιλογή κάδρου, το παιχνίδι με το νετ και το μαγικό φλου, τις φωτοσκιάσεις του ασπρόμαυρου.
Και πάλι, έλιωσα το κλείστρο μέσα σε δυο χρόνια αφού τράβηξα μερικές μπομπίνες φιλμ. Όταν κατάφερα να συγκεντρώσω πάλι λίγα χρήματα απόκτησα τη πρώτη μεταχειρισμένη γιαπωνέζικη ρεφλέξ  (35 χιλιοστών) με 3 σταθερούς φακούς. Ήταν εντελώς χειροκίνητη, δίχως φωτόμετρο, με αυτόματη επαναφορά καθρέφτη, αυτόματο διάφραγμα. Εδώ ήταν αυτό που λέμε: τέλος οι αυτοματισμοί! 
Βρήκα ένα κανονικό φακό 55 χιλιοστών, ένα 28, ένα 135, και λίγο αργότερα ένα 200 χιλιοστών. Με αυτό το φακό των 200 χιλιοστών είναι αλήθεια πως ταξίδευα ποιο μακριά.
Η ανανεωμένη διάθεσή μου για φωτογραφίες εξ αιτίας της «σωστής» πλέον μηχανής  (για την εποχή και τα οικονομικά μου) με οδήγησε στο να ασχοληθώ σοβαρά με τη τεχνική που με απασχολούσε, με καθυστερούσε συνεχώς η αμφιβολία της σωστής έκθεσης και δεν με άφηνε να αφιερωθώ σε βάθος με την φωτογραφική δημιουργία και την αισθητική.
Δηλαδή υπήρχε απεριόριστη διάθεση, αλλά δεν υπήρχε επαρκής τεχνική γνώση. Δεν είχα ούτε φωτόμετρο, υπολόγιζα το φως με τους γνωστούς πίνακες από τα κουτάκια των φιλμ. Απόκτησα φωτόμετρο λίγο αργότερα. 
Είχα θεοποιήσει τη τεχνική είναι η αλήθεια, απολάμβανα αυτό που έβλεπα μέσα από το σκόπευτρο, μου άρεσε να συνθέτω πράγμα που δύσκολα έμπαιναν σε τάξη. Ωστόσο, ήμουν νέος, είχα φωτογραφική διάθεση, αλλά αγνοούσα όλους τους αξιόλογους φωτογράφους, τη θεματολογία, τις «σχολές» και τα ρεύματα. Απλά, με όλη τη διάθεσή μου τραβούσα τις φωτογραφίες δίχως βαθύτερη γνώση, ήμουν απλοϊκός φωτογράφος και το απολάμβανα. Ηρωικές εποχές, ωραία χρόνια!
Οι βάσεις της  δικής μου αισθητικής μπήκαν λίγο-λίγο από όσες κινηματογραφικές ταινίες παρακολουθούσα και από τα μαθήματα ελεύθερου σχεδίου. Πολύ σύντομα το να εκθέσω σωστά δεν ήταν πρόβλημα (ας είναι καλά το Γουέστον Μάστερ). Τραβώντας πάρα πολλές φωτογραφίες λόγο ακριβώς της δημιουργικής φωτογραφικής διάθεσης, άρχισα να ξεπερνάω τα τεχνικά προβλήματα με πειραματισμό και εμπειρία, αγάλι-αγάλι.
Πέρασαν αρκετά χρόνια με οραματισμούς πίσω από το σκόπευτρο. Κάποια στιγμή, άρχισα να βλέπω και να συλλέγω φωτογραφικά βιβλία, κι όταν το διαδίκτυο έγινε προσιτό, ένιωσα πως η διάθεση για φωτογραφίες βελτιώθηκε από την επαφή με την ουσία και την ιστορία της φωτογραφίας.
Ήθελα στην αρχή να πάρω φωτογραφίες σαν αυτές των μεγάλων φωτογράφων, είχα ίσως ήδη πάρει και τις δικές μου, αλλά μέσα μου η διάθεση για αυτοκριτική και δημιουργία άρχισε να κλονίζεται. Κατάλαβα πως κάθε έργο τέχνης φωτογραφικό, όπως και κάθε άλλο έργο τέχνης, δεν μπορεί να επαναληφθεί. Το αποτέλεσμα της αντιγραφής θα είναι μόνο για γέλια.
Διαβάζοντας θεωρίες, σκέψεις και απόψεις, αντίθετες ή ομοειδείς, ή έστω, καινούριες για το γνωστικό μου υπόβαθρο, η αμφιβολία ήρθε και κούρνιασε. Βρε μπας και αυτό που κάνω εγώ δεν είναι φωτογραφία; 
Μήπως έπρεπε να κάνω μόνο αυτό, ή μόνο εκείνο που μου έλεγαν; 
Να έχω δικό μου στυλ; 
Να είμαι πολύ ποιο αυστηρός; 
Μήπως έπρεπε να πάω σε σχολή να πάρω και ένα «χαρτί»;
Τι είναι θέμα; τι είναι περιεχόμενο; τι είναι αντιγραφή; 
Τι είναι μήνυμα; τι είναι ωραίο; τι είναι φωτογραφία; 
Τι είναι τεχνική και μέχρι που μπορεί να φτάσει; 
Τι είναι φωτογραφική αισθητική; Όραμα τι είναι; 
Μπορεί το όμορφο να είναι άσχημο και το άσχημο όμορφο στη φωτογραφία; 
Οι κανόνες χρειάζονται; Ή μήπως είναι για να ψαρώνουν τα «στραβάδια»;
Μετά από μερικές χιλιάδες φωτογραφίες αντί η διάθεση για φωτογραφίες να κοπάσει, αγρίεψε. Μέσα σε 10 περίπου χρόνια τράβηξα εκατοντάδες χιλιάδες φωτογραφίες με κάθε ευκαιρία, με κάθε μηχανή που έβρισκα, με κάθε φακό, αδιαφορώντας για τη θεματολογία και τις προκαταλήψεις που μέχρι τότε είχα σχηματίσει ακούγοντας και βλέποντας τον ένα και τον άλλο. 
Η πίστη και η εμπιστοσύνη στον εαυτό και σε ότι κάνουμε μας φαίνεται πως έρχεται μόνο με την εμπειρία και την αυστηρή αυτοκριτική. Αν ακούμε το καθένα, στο τέλος θα γίνουμε οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που βλέπουμε στο καθρέφτη το πρωί.
Μπορεί και να κάνω λάθος στα συμπεράσματά μου, αλλά δεν με νοιάζει πλέον, όπως κανείς δεν νοιάζεται και για τις φωτογραφίες που τραβάω. Τις βλέπουν ίσως, αλλά δεν έχω νέα από τους επισκέπτες μου, ή σχόλια, για γνωρίζω. 
Σήμερα, η αρχική διάθεση για φωτογραφία μετά από τα τεράστια εθνικά και κοινωνικά οικονομικά μας προβλήματα μόνο φωτογραφίες οργής με παρακινούν να πάρω, και αυτό δεν το θέλω. Γιατί δεν είναι δική μου απόφαση, ή διάθεση, αλλά είναι εξαναγκασμός στη κατάθλιψη. 
Εγώ πάντα ήθελα να μπορώ να ονειρεύομαι κοιτάζοντας μέσα από το σκόπευτρο ένα κόσμο όμορφο, ακόμη κι όταν κυριαρχούσε η ασχήμια. Η διάθεση για φωτογραφικό έργο ήταν και είναι το οξυγόνο, μόνο που μέχρι να το καταλάβω πέρασα στην ηλικιακή ωριμότητα με ότι αυτό συνεπάγεται. Αν υπήρχαν τότε που ήμουν 20 χρονών σχολές, λέσχες, βιβλία, διαδίκτυο, καλοί δάσκαλοι, δυνατότητα για φωτογραφική εκπαίδευση, φωτογραφικές ομάδες, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά ως προς τη διάθεση, και διαφορετικά επίσης ως προς τη δική μου θεματολογία. Για την επαγγελματική μου πορεία δεν γνωρίζω κάτι σίγουρο καθώς τα μηνύματα από τους συναδέλφους είναι αποκαρδιωτικά.
Έχω σήμερα τεχνική και αισθητική γνώση, φωτογραφική σοφία τολμώ να πω (σε σχέση με την ηλικία των 20), ισχυρή φωτογραφική μνήμη, μηχανές και φακούς.
Τα έχω όλα! Δηλαδή σχεδόν όλα. Τα νιάτα μου όμως δεν τα έχω. 
Το βασικότερο μάθημα που σου προσφέρει η φωτογραφία είναι να σέβεσαι το χρόνο.
Πέρα από τα τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της δικής μας χώρας, υπάρχουν και τα διεθνή. Ίσως όχι τόσο σημαντικό αλλά σίγουρα πρόβλημα, είναι πως η ταπεινή, εύκολη, γρήγορη σχετικά φωτογραφική δημιουργία (σε σύγκριση με τη ζωγραφική), πέρασε από την εποχή των αλάτων των φιλμ και των χημικών, δηλαδή την «αναλογική» εποχή, στη ψηφιακή μέσα σε μια δεκαετία. Ίσως και λιγότερο.
Ένας σημαντικός φωτογραφικός κλάδος είναι η εφαρμοσμένη φωτογραφία που συμβαδίζει και εξαρτάται άμεσα από την βιοτεχνική και βιομηχανική παραγωγή. ‘Ενας άλλος κλάδος είναι η ερασιτεχνική φωτογραφία αλλά ο σημαντικότερος από πλευράς αισθητικής και δημιουργίας είναι η καλλιτεχνική φωτογραφία.
Η χαμηλή εκτίμηση που είχαν για το φωτογραφικό μέσο οι έχοντες χρήματα προς αποταμίευση και αγορά αξιόλογων φωτογραφιών περιορίστηκε από την ακόμη ποιο μεγάλη ευκολία της ψηφιακής φωτογραφικής τεχνικής.
Τώρα, όλα γίνονται εύκολα, φτηνά και γρήγορα, με το πάτημα ενός κουμπιού, που κυριολεκτικά και μεταφορικά, ο καθένας μπορεί να κάνει.
Πώς λοιπόν και πόσο μπορεί να εκτιμήσει σήμερα κάποιος τη δημιουργική φωτογραφία; Τα άλλα δυο είδη αν υπάρχει αγορά, υπάρχει αντικείμενο. Δηλαδή αν υπάρχει παραγωγή προϊόντων, υπάρχει ζήτηση και για φωτογραφίες. Αν ο ερασιτέχνης έχει οικονομική άνεση, θα τραβήξει φωτογραφίες. Ο δημιουργός τι να κάνει αν δεν έχει να φάει;
Επανερχόμαστε λοιπόν στη σπανιότητα και ιστορική μοναδικότητα ως αρχική εμπορική αξία της φωτογραφίας και αμέσως μετά στην αισθητική της αξία. 
Για την εμπορική της αξία, οι έχοντες ελέγχουν την αγορά με τη προσφορά και τη ζήτηση. Την αισθητική (και εμπορική) αξία της καλλιτεχνικής φωτογραφίας την ελέγχουν τα ΜΜΕ. Όλοι όσοι έχουν δημιουργική διάθεση και τους αρέσει να βλέπουν φωτογραφίες, τραβάνε τις δικές τους και χαζεύουν-ζηλεύουν τις φωτογραφίες των άλλων. Αδυνατούν οι περισσότεροι να αγοράσουν φωτογραφίες που  τους αρέσουν και τις έχουν τραβήξει άλλοι. Θα πείτε εδώ δεν μπορούνε να τυπώσουν τις δικές τους, θα αγοράσουν φωτογραφίες άλλων;
Σκληρή ζωή και ακόμη ποιο σκληρή η λογική της οικονομίας. Η ευκολία της ψηφιακής φωτογραφίας μπορεί να ενθαρρύνει, να μην εμποδίζει τη λήψη περισσότερων φωτογραφιών και να προκαλεί διάθεση για φωτογραφική δημιουργία, μόνο που «το άθλημα» έγινε ακόμη ποιο ρηχό, προσωπικό, και ποιο εσωστρεφές (αναφορικά με το σύνολο των φωτογραφιών που τραβάμε).
Η παιδική και νεανική μου διάθεση για φωτογραφίες έχει αλλάξει, πάει, χάθηκε. 
Βαρέθηκα να βλέπω τεχνικά άρτιες εκτεθειμένες φωτογραφίες, φτιασιδωμένες, και ανούσιες αντιγραφές της φύσης. Κι αν η κατάσταση δεν αλλάξει, η διάθεσή μου για φωτογραφίες θα χαθεί σύντομα οριστικά. Θα απομείνω και εγώ με τη σοφία και την απραξία των γερόντων. Γιατί τελικά για τη φωτογραφική δημιουργία δεν αρκεί η σχετική διάθεση, αλλά χρειάζονται: καλή φυσική κατάσταση, κάποια οικονομική άνεση, όνειρα, οράματα, και ελευθερία να δημιουργούμε ότι, όπου, όποτε, και όπως θέλουμε, με όποια τεχνολογία θελήσουμε κι όχι όποια μας σερβίρουν.
Τα έχουμε;

Γιάννης Γλυνός