Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Σχετικά με την έβδομη τέχνη.

Προσοχή:

 κείμενο αρκετά μεγάλο, όπως και η τέχνη του σινεμά!

Σκέψεις-εισαγωγή.

Θα ήθελα να αρχίσω το μονόλογο και πάλι για τη φωτογραφία, αλλά τα προβλήματά της σήμερα αισθάνομαι πως είναι ένα τίποτα, είναι πραγματικά ασήμαντα μπροστά σε αυτά του κινηματογράφου και των «εργατών» αυτής της θαυμάσιας τέχνης.

Αυτά που θέλω να πω για το κινηματογράφο, είναι απόψεις, μνήμες, αισθητικοί προβληματισμοί, αναζητήσεις, σκέψεις, κλπ. Δεν γνωρίζω αν ως φωτογράφος θα μπορέσω να μεταφέρω τις σκέψεις μου σε κατανοητή μορφή γραπτού λόγου. Ασκήθηκα να δείχνω την ορατή πραγματικότητα και στην ανάγκη μονάχα γράφω τις σκέψεις μου, κάτι σαν σημειώσεις για να μη ξεχνώ. Η λογοτεχνία, με τη καθαρή σημασία της έννοιας, ποτέ δεν με ενθουσίασε και δεν τα κατάφερα να γράψω ούτε καν μια έκθεση στο σχολείο. Αντίθετα, με τη πραγματεία έμαθα να τσεκάρω πολλαπλά τους λογικούς συνειρμούς. Έτσι για όσα θα εκθέσω, καλό είναι να μάθει ο πιθανός αναγνώστης τις σχέσεις μου με το κινηματογράφο, την εικόνα και το λόγο.

 Αμέτρητες ταινίες.

Έχω δει, έχω παρακολουθήσει αμέτρητες ταινίες από μικρός. Υπήρχε χρονικό διάστημα που έβλεπα 3 και 4, και 5, και 6 την εβδομάδα. Μερικές φορές, έβλεπα δυο ταινίες την ημέρα, για να τις προλάβω όλες!  

Δεν είχα καμιά μόρφωση θεωρητική, ή αισθητική, απλά έβλεπα, ή μάλλον παραδινόμουν στη μαγεία της μεγάλης οθόνης, όπως όλα τα παιδιά και οι νέοι της γενιάς μου. Δεν είχαμε και πολλές επιλογές τότε (1963-1975).

Τα ποιο σημαντικά φωτογραφικά μαθήματα για κάδρο, φωτισμό, αισθητική κλπ, τα πήρα από καλές ταινίες, να μην παραθέσω τώρα κινηματογραφιστές, φωτογράφους, σκηνοθέτες κλπ από παραγωγές των ετών 1965 και μετά.

Ανάλογης σημασίας ήταν και τα μαθήματα πολιτικής αγωγής, δημοκρατίας, κοινωνίας που πήρα, και παίρνω από τις ταινίες.

Πληροφοριακά, το 1966 τελείωσα τις στενές επαφές μου με το δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης, μια και καλή. Μια έντονη γεύση πίκρας, ξινίλας και απογοήτευσης μου απόμεινε από τη μέση εκπαίδευση.

Δεν θα υπερβάλλω, αλλά τα περισσότερα πράγματα για τη φωτογραφία, και ειδικά τη τεχνική και διαφημιστική φωτογραφία τα έμαθα βλέποντας κινηματογραφικά έργα. Μετά το 2010, μείωσα αναγκαστικά τις επισκέψεις μου στις κινηματογραφικές αίθουσες, έμεινα από εργασία, μέχρι να βγει η σύνταξη, τα επόμενα δυο χρόνια «έζησα» με 350 €/ το μήνα!

 Τα συστατικά της έβδομης τέχνης.

Θα πρέπει εδώ και τώρα να πω ότι όλοι γνωρίζουμε και αποδεχόμαστε νομίζω, ότι μια κινηματογραφική ταινία, από την αρχή μέχρι το τέλος, έχει σχεδιασθεί, οργανωθεί, συντεθεί, σκηνοθετηθεί και ολοκληρωθεί (οικονομική επένδυση, ή καταστροφή;) με ένα στόχο: να γίνει/γίνεται του έργου η προβολή δημόσια σε μεγάλη οθόνη, με ή χωρίς ήχο (αν είναι βουβή παραγωγή), με στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή θεατών (ότι προκύψει) ή επιλεγμένη - μερίδα κοινού, σινεφίλ (λέσχες, συλλόγους, σχολές κλπ). Δεν μπορεί κανείς να περιμένει το φιλμ "ο τελευταίος πειρασμός" ή "αυτός που πρέπει να πεθάνει" να δεχτεί θετικά σχόλια από λίγους φανατικούς! Επομένως θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος ο δημιουργός για ανάλογες, ίσως και απρόβλεπτες αντιδράσεις, όπως και έγιναν...

Αυτά που δεν μπορούν να προβλεφθούν και να σχεδιαστούν εκ του ασφαλούς, είναι: πότε, πού, πως θα γίνει η προβολή, το κοινό που θα παρακολουθήσει το «έργο», ούτε αν θα έχει αποδοχή, ή απόρριψη.

Επίσης, συχνά ο κόσμος εκλαμβάνει μόνο το σενάριο (φιλολογική υπόθεση-κείμενο) ως κινηματογραφικό έργο τέχνης. Αυτό όμως είναι άδικο και παράλογο (όπως η ζωή μας) γιατί το σενάριο είναι μικρός μόνο συντελεστής του όλου δημιουργήματος. Η έβδομη τέχνη είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, συχνά και απρόβλεπτων, που συντελούν στη δημιουργία του έργου τέχνης και την αποδοχή του.

Αρχικά: είναι η μαγεία της σκηνοθεσίας, η υπόθεση ή σενάριο, το κυρίως θέμα, είναι η ηθοποιία, η μουσική, τα σκηνικά, η φωτογραφία, το απώτερο μήνυμα. Πιότερο απλό είναι το ντοκουμέντο, ίσως. Είναι πολύ πιθανό μια τιμή της συνάρτησης να υπερισχύσει, να υπέρ-καλύψει σημασιολογικά τις άλλες, συμβαίνει συχνά. Είναι όμως το σύνολο των συντελεστών που θα κάνει μια ταινία να κατακτήσει το τίτλο του έργου τέχνης και να σαρώσει ενδεχόμενα όλα τα βραβεία, ή να θαφτεί, έστω και αν πραγματικά δεν της άξιζε η πρόωρη ταφή.

 Όλοι βαδίζουν στη κόψη του ξυραφιού, το γνωρίζει ο καλός ο σκηνοθέτης μας, οραματίζονται οι αγαπημένοι ηθοποιοί, συνεργάζονται όλοι. Τέλος ρισκάρει το κεφάλαιό του ο παραγωγός.

Αυτά είναι γνωστά, ωστόσο τα αναφέρω για να μη νομίσει κανείς πως δεν γνωρίζω να κρίνω και να αποδέχομαι τα μεγάλα κινηματογραφικά έργα, ή τα μικρότερα ως προς την εμπορική επιτυχία, αλλά και σημαντικότερα από καλλιτεχνική άποψη.

Αν από το κινηματογραφικό έργο, αποστερήσουμε άμεσα, ή έμμεσα, τη μεγάλη οθόνη, τη δημόσια προβολή, δεν θα υπάρξει στη συνέχεια αισθητικός καυγάς και δημιουργικός διάλογος. Θα πρέπει ο καθένας, για δικό του λογαριασμό, να ανακαλύψει το μονοπάτι προς τη πρώτη στενή επαφή με το έργο. Αυτό απλά σημαίνει, ο καθείς και τα όπλα του, αλλά είναι πολύ πιθανό ποτέ να μην προσεγγίσουμε το μεγαλείο αυτής της τέχνης. Θα πείτε μα όλες οι ταινίες είναι θαυμάσιες; Είναι έργα τέχνης;

Νομίζω πως ακόμη και μια μέτρια, ελαφριά ίσως ταινία, κάτι θα αφήσει στο θεατή. Κάλλιστα μπορεί ένα φιλμ να μην είναι ισάξιο πχ του φιλμ «7η σφραγίδα», ή «ο λόγος», ή «avatar», ή « la strada» κλπ, αλλά ο καθένας καλός σκηνοθέτης όλο και κάτι θα έχει να πει, ο κάθε καλός ηθοποιός κάτι θα δώσει, ο φωτογράφος κλπ. Ο κάθε συντελεστής δηλαδή, αν έχει επιλεγεί με αισθητικό κριτήριο, θα μας φωτίσει κάτι από το μυστήριο της τέχνης, και ειδικά της κινηματογραφικής τέχνης.

 Τα μέσα μετάδοσης και αναπαραγωγής.   

Η ιστορία μπορεί να πάρει μεγάλη έκταση, αλλά το σημαντικό είναι πως κάθε βράδυ, από το 2010 και μετά θα παρακολουθήσω μια καλή ταινία από ένα δίσκο ακτίνας- DVD. Πριν είχα κασέτες VHS, δίσκους Laser και φυσικά όσο άντεχε η τσέπη και η μέση πήγαινα στους ναούς της κινηματογραφικής τέχνης, τις αίθουσες δηλαδή. Ήμουν πολύ καλός πελάτης, αλλά ήταν και εποχές που ο κινηματογράφος ήταν μοναδική διασκέδαση και σημαντική ευρείας μόρφωσης για τους νέους. Πολιτική, αισθητική, μουσική, λόγος, φωτογραφία, ηθοποιία, σενάρια, σκηνοθεσία, τι να θυμηθώ; Να πω ότι όταν ήμουν νέος δεν γνώριζα τι ακριβώς κάνει ο σκηνοθέτης; Και ποιος ενδιαφερόταν; Αυτό που μέτραγε ήταν «ο γίγαντας της δράσης», και η σέξι «μοιραία γυναίκα», η υπόθεση! Δεν υπάρχει όμως κάτι ποιο ιδανικό, κανόνας, συνταγή ίσως, από τη προβολή στη μεγάλη οθόνη, με το σωστό ήχο, και τη καλή μηχανή προβολής για να δει κυριολεκτικά και μεταφορικά κανείς μιας ταινία. Και έχω αμέτρητες εμπειρίες από προβολές. Αυτό δεν νομίζω ότι θα αλλάξει.

 Μακάριοι οι έχοντες οικιακό κινηματογράφο, αλλά…

‘Ένα διάστημα ευημερίας, επέτρεψε σε αρκετούς την απόκτηση οικιακού κινηματογράφου. Ήταν μια δύσκολη διαδικασία, πέρασε την ιδέα στο κόσμο που μπορούσε να αποκτήσει όλα τα σχετικά (αίθουσα, καθίσματα, μηχανήματα, προβολέα, ποπ –κόρν, κρυφό φωτισμό), πως τώρα θα μπορεί δια παντός να απολαμβάνει τα μαγικά έργα της ανθρώπινης διανόησης και τεχνικής επιδεξιότητας. Όμως αυτό έδιωξε κόσμο από τις μεγάλες αίθουσες, μείωσε τα εισιτήρια ακόμη και για τις καλές ταινίες. Ακόμη και οι εμπορικές, ειδικά αυτές, ατύχησαν. Τώρα όλοι περίμεναν να βγει το έργο σε DVD για να το αγοράσουν και να το δουν στη δική τους αίθουσα, με τη δική τους παρέα. Η ψηφιοποίηση είχε το «καλό» της ευκολίας αναπαραγωγής και συλλογής ταινιών ακόμη και σε ένα μικρό διαμέρισμα, αλλά αποστέρησε από τους ανθρώπους του κινηματογράφου έσοδα. Έχασαν πολλά εισιτήρια οι κινηματογράφοι, αρκετοί έκλεισαν, ήρθαν και τα μνημόνια, οι απολύσεις, οι μειώσεις μισθών και συντάξεων. Η τελευταία φορά που μπήκα σε κεντρική αίθουσα, ώρα 8-10, ήμαστε «τρεις και ο κούκος»! κυριολεκτικά. Ως φωτογράφος λοιπόν, γνώρισα πάρα πολλούς φίλους του κινηματογράφου που απόκτησαν τη δική τους αίθουσα μέσα στο σπίτι τους, φωτογράφισα πολλές αίθουσες μικρές μεν, αλλά πλήρεις τεχνικών δυνατοτήτων. Έτσι, όταν έσβηναν τα φώτα και ξεκινούσε η προβολή, μπορούσε να έχει ο θεατής την πλησιέστερη προς τη κανονική αίθουσα αίσθηση και απόλαυση. Αλλά είναι άλλο θέμα η πρόσβαση στο έργο τέχνης, και άλλο η παραγωγή του.

Οι αίθουσες πέρασαν από τη τρομακτική κρίση, στη πλήρη καταστροφή με το κορονοιό.

 Ο Ελληνικός κινηματογράφος και η παραγωγή.

Δεν έχω στατιστικά στοιχεία-δεδομένα, ωστόσο έχω μια αίσθηση νομίζω επαρκή.

Η παραγωγή, ειδικά η εθνική παραγωγή που ήδη είχε περιοριστεί κυρίως από ανθρώπους που είχαν περισσή αγάπη και ελάχιστα χρήματα για «πέταμα», πέρασε στη διαδικασία της αποχής, της απαξίωσης. Έτσι κι αλλιώς όμως έχω καταγράψει εδώ και πολλά χρόνια, τη δυσκολία να αποδεχτεί ο Έλληνας θεατής ένα έργο απλό, ταπεινό, με ελάχιστα στολίδια και εφέ, ίσως ασπρόμαυρο, σίγουρα κάτι ανάμεσα σε film noir, και κοινωνικό δράμα, κάτι σαν ένα χαστούκι, ή, σαν μήνυμα στις αποκοιμισμένες και προκατασκευασμένες μας απόψεις.

Ο μέσος Έλληνας θεατής δεν θέλει προβληματισμό και μαυρίλα, δεν θα πληρώσει εισιτήριο ούτε θα «σπαταλήσει» χρόνο από τη μίζερη ζωή του για να απολαύσει τι;

Θα προτιμήσει την διασκεδαστική ταινία με θέμα μουσική, νιάτα, ρομάντζο, γέλιο, φάρσα, παντρολογήματα, αναμάσημα των γνωστών και πεπατημένων συνταγών.

Είχε δίκιο η Εστέρ Βιλλάρ στη κρίση της για την εκ του ασφαλούς επιλογή της πεπατημένης σε ότι επιχειρεί ο άνθρωπος. Ωστόσο δεν είχε κατά νου το σινεμά, αλλά τις σχέσεις ανδρών-γυναικών.

Λίγοι κινηματογραφόφιλοι δεν φέρνουν την άνοιξη. Αλλά και οι «συνάδελφοι» καλλιτέχνες συχνά αποδείχτηκαν φαρμακερά φίδια, μαύρη αντίδραση σε κάθε προσπάθεια να βγει στις αίθουσες κάτι διαφορετικό, συναισθηματικό, ευαίσθητο. Κι ας έχει ατέλειες και αδυναμίες του ταλαντούχου πρωτάρη. Θέλουμε κάτι νέο κι ας είναι το σενάριο καταθλιπτικό και ο χρόνος αργός, και η ηχοληψία προβληματική λόγω κόστους. 

Η θεματολογία του Ελληνικού κινηματογράφου δεν αξιώθηκε του πλούτου και των μέσων των υπέρ-παραγωγών τύπου Hollywood. Κατάφερε όμως να επιπλεύσει και το πέτυχε με έργα ευχάριστα, εύπεπτα, επιφανειακά χαρούμενα, φαρσοκωμωδίες, δίχως δυσκολίες και  προβληματισμό. Αλλά ευτυχώς έχουμε και αριστουργήματα, των οποίων ο αριθμός τους συγκριτικά με τα εμπορικά έργα δεν είναι αμελητέος. Είναι και θέμα άποψης όμως.

Γιατί στη χώρα μας συμβαίνει ότι συμβαίνει σχετικά με την έβδομη τέχνη και τη τέχνη γενικότερα; 

Γιατί σχεδόν ποτέ δεν δίδαξε κανείς στο κοινό, στο λαό, στο θεατή πως η τέχνη, οποιαδήποτε τέχνη, δεν είναι μόνο διασκέδαση. Έτσι ο λαός δικαίως θέλει να ξεσκάσει, αλλά είναι κακός σύμβουλος και κριτής αν ο δημιουργός ακολουθήσει μόνο το μάρκετιν, τη μόδα,  την ελαφρότητα και τη διασκέδαση, πάση θυσία. Εδώ υπάρχουν μεγάλα προβλήματα. Ιδού ο δρόμος της αρετής, ιδού και της κακίας!  Μετριότητας θα πω επιεικώς. Υπάρχει ένα πρόβλημα όμως. Αν στη καλλιτεχνική φωτογραφία η αποτυχία γίνεται μάθημα με μικρό συνήθως οικονομικό κόστος, στο κινηματογράφο, δημιουργείται τεράστιο πρόβλημα καθώς εμπλέκονται πάρα πολλοί παράγοντες (μεταβλητές). Ανάλογα και η παραγωγή της εμπορικής φωτογραφίας δεν επιτρέπει λάθη και αστοχίες.

 Όλα είναι έσοδα- έξοδα;

Το κόστος παραγωγής, τα εισιτήρια, η διανομή, τα ΜΜΕ και οι κριτικοί του κινηματογράφου, οι αίθουσες, η ψηφιακή αντιγραφή, και τελικά η λησμονιά του καλού έργου εφόσον δεν υπάρχει πρόσβαση μετά τη πρώτη προβολή, κι αν αυτή δεν αποβεί καταστροφή. Τελικά όλοι προβάλουν, αναμασάνε και σχολιάζουν το σενάριο! Ως φωτογράφος, μπορώ να διαβεβαιώσω πως όσοι έρθουν στα εγκαίνια μιας έκθεσης, φωτογραφίας, ή ζωγραφικής, δεν θα ασχοληθούν ξανά. Τώρα ισχύει το ίδιο για το κινηματογράφο, απλά δεν έχω επίσημα στοιχεία για το κατά πόσο συχνές είναι οι κατ΄ επανάληψη επιλεκτικές  θεάσεις από το ίδιο αρχικό κοινό των κινηματογραφικών ταινιών. Σημειώνω τη τεράστια δυσκολία να βρω και να δω ταινίες για τις οποίες έμαθα ότι υπάρχουν μόνον από μια συνέντευξη, η από ένα trailer στο u-tube, η από τη φιλμογραφία, κι αν έχει ασχοληθεί κάποιος στην ανοιχτή εγκυκλοπαίδεια. Όσο για τις γνωστές και αξιόλογες που έχω συλλέξει και έχω δει, αυτές για εμένα, σώθηκαν! Είμαι όμως ένας!

Ο ψηφιακός  επιχρωματισμός.

Εδώ καταγράφω τη πλήρη ασέβεια προς τη κινηματογραφική τέχνη, ειδικά τα μεγάλα ασπρόμαυρα έργα της, και ακόμη ειδικότερα τα ελληνικά.

Τολμούν να μετατρέπουν κλασσικές ασπρόμαυρες ταινίες, ακόμη και από αυτές τις εμπορικές, που έκοψαν αρκετά εισιτήρια την εποχή στους. Τις μετατρέπουν σε έγχρωμες, και τις καταστρέφουν! Έτσι, ακόμη και το έσχατο επιχείρημα ότι υπήρξε «ο μπακαλόγατος» η αλλιώς «της κακομοίρας» ένα έργο τέχνης τοπικής κάποιας αξίας (δεν είναι παγκόσμια επιτυχία), καταρρίπτεται θριαμβευτικά υπέρ του φτηνού εντυπωσιασμού και χάρη της τεχνολογίας. Δεν θα είχα καμιά απολύτως αντίρρηση να γίνει remake μια κλασσική Α.Μ. ταινία με νέους ηθοποιούς. Δέχομαι το τόλμημα μήπως και προκύψει κάτι καινούριο.

Εμπρός λοιπόν, όποιος έχει τα κότσια υπάρχουν χιλιάδες ασπρόμαυρα φιλμ! Η αγορά διψάει! Και η τέχνη δεν προκύπτει από παρθενογένεση λένε...Μήπως όμως είναι άλλο τέχνη γενικά, και άλλο έργο τέχνης-αριστούργημα ειδικότερα; Όχι δηλαδή, να μου πει κάποιος, υπάρχει πιθανότητα να δούμε στη μεγάλη οθόνη έγχρωμη μια ταινία της underground δημιουργού Μάγιας Ντέρεν, ή τον Αλέξανδρο Νιέφσκυ;

Άλλη μια παρατήρηση: σήμερα, «ο μπακαλόγατος» στο είδος του είναι πλέον κλασσική τέχνη  για πολλούς Έλληνες. Και δεν υπάρχει τρόπος να τους αλλάξεις άποψη, αλλά και δεν έχει νόημα, γιατί προσπαθούμε να αποδείξουμε ότι ο  κινηματογράφος είναι τέχνη σημαντική, η σημαντικότερη, και ιστορία, και μάθημα, και πληροφορία, και αισθητική, και διασκέδαση ( αν θέλετε), και εργασία και ζωή για τους εργάτες της τέχνης που σήμερα βλέπουν το «χριστό φαντάρο» από τη πείνα, την αβεβαιότητα και την ανέχεια. Και ναι, είμαι αντίθετος και αγανακτισμένος από τον επιχρωματισμό των ασπρόμαυρων έργων κινηματογραφικής τέχνης, είτε σημαντικής είτε ασήμαντης, δεν έχει σημασία. Το έργο τέχνης δεν μπορεί να αντιγραφεί! Μπορεί όμως να εμπνεύσει! Κι αν κάποιος έχει ασχοληθεί με το ασπρόμαυρο στοιχειωδώς, θα έχει καταλάβει πως  αφήνει πολλά περισσότερα στη φαντασία από ότι το έγχρωμο! Σε ταξιδεύει το Α.Μ. αισθητικά εντελώς διαφορετικά από το χρώμα. Ας γίνει λοιπόν μια σύγχρονη μεταφορά-επανέκδοση! Μα και εδώ υπάρχει πρόβλημα και πολλές φορές δεν θα το μάθουμε έγκαιρα.

Παράδειγμα τρανταχτό:

Έχω αποκτήσει τις «δέκα εντολές», τις έγχρωμες, του Σεσίλ Ντε Μιλ. Και η έκπληξη: στη συσκευασία των DVD υπήρχε και η πρώτη έκδοση, βουβή και ασπρόμαυρη. Μπορεί λοιπόν να εντυπωσιάστηκα όταν πρώτη φορά παρακολούθησα την έγχρωμη με τα εκπληκτικά εφέ (ήταν ίσως το 1967). Ωστόσο, πραγματικά με καθήλωσε, πρόσφατα, το 2019 η ασπρόμαυρη που ήταν δώρο στη συσκευασία! Απίστευτο; Άγνοια της ιστορίας; Ακόμη ένα "μεγάλο" έργο, ο πρώτος, ο παλιός , ο καλός βιβλικός Μπεν Χουρ. Ήταν μια υπέρ-παραγωγή (παραγωγή 1959, προβολή στην Ελλάδα 1962) με πολλά βραβεία. Έγινε λοιπόν το 2016 ένα τραγικό και αδιάφορο remaik παρά τα πολλά εφέ και τεχνολογικά μέσα. Ένας μόνο καλός ηθοποιός και τα όμορφα άλογα, δεν μπόρεσαν να φέρουν αποτέλεσμα. Να γιατί το μυστήριο της τέχνης, παραμένει και ούτε στο βιβλίο του ο Τσβάιχ το φωτίζει, απλά προσπαθεί να το περιγράφει. Οι λόγοι όμως που κυρίως γράφω τις σκέψεις μου σήμερα φανούν ίσως ποιο «περίεργοι». Έχω προσπαθήσει πολλές φορές να δω ταινίες παραγωγής μετά 2010,  αλλά δεν τα καταφέρνω. Εφόσον δεν μπορώ να πάω στις αίθουσες, ούτε να παρακολουθήσω τις όποιες  επιλεκτικές προβολές στη τηλεόραση την οποία δεν την υποφέρω, έχω τεράστιο πρόβλημα ενημέρωσης. Και αυτό είναι ένα μόνο. Πριν από χρόνια, τυχαία, παρακολούθησα στη TV μια συγκλονιστική συζήτηση, και είχα γίνει έξαλλος! Βρήκα πρόσφατα τη συζήτηση- ρεπορτάζ στο U-Tube . Η παρουσίαση αφορούσε μια ταινία της συγχωρεμένης σκηνοθέτριας, της κυρίας Φρίντας Λιάπα! Ήταν για το φιλμ: «τα χρόνια της μεγάλης ζέστης» και για τη τέχνη του σινεμά.

Λοιπόν, ακούστε αυτό, ανόητα, μικρόψυχα, μικρά ανθρωπάκια, που δεν έχετε απολύτως καμιά σχέση με τη τέχνη. Αν σε κάθε ταινία, πραγματικά γινόντουσαν όσα δείχνει ο φακός, ή αφήνει ίσως και να εννοηθούν, αν πραγματικά γινόντουσαν όλα αυτά, δεν θα υπήρχε κινηματογραφική μαγεία και θα είχαμε λύσει το πρόβλημα του υπέρ-πληθυσμού. Και τότε δεν θα ανησυχούσε ο Eric Pianka! Έτσι λοιπόν κανένα παιδάκι δεν βασανίστηκε για να γυριστεί η ταινία. Πάει και τελείωσε. Το είχε δηλώσει δημοσίως και με τόλμη η συχωρεμένη η κυρία Λιάπα.

Ωστόσο ο προβληματισμός μου επανήλθε έντονος καθώς στάθηκε αδύνατο να βρω και να αποκτήσω ένα δίσκο DVD με τη ταινία, η να δω το φιλμ για να μπορέσω να κρίνω εγώ, και όχι να μου επιβάλλει κανείς την άποψή του για το κατά πόσο το έργο της ήταν καλλιτεχνικό , ή όχι. Έτσι, από αντίδραση και μόνο, τη δέχομαι ως μεγάλη δημιουργό κι ας μην έχω δει καμιά ταινία της. Και φυσικά για όλες τις απρεπείς και ανόητες δηλώσεις ουδείς ζήτησε συγνώμη, ποτέ. Προφανώς η ταινία λογοκρίθηκε, και παραμένει στο πυρ το εξώτερο!  Εδώ λοιπόν υπάρχει το τεράστιο πρόβλημα με τη σύγχρονη παραγωγή. Πώς να βγει στις αίθουσες ανάλογη ταινία; Τι αποδοχή θα έχει; Αρκεί ένα trailer? Πως θα βγάλει τα έξοδά της; Και στη συνέχεια, για πόσο καιρό θα είναι εξαφανισμένη; Ένας "ειδικός" να πει μια άποψη αρνητική, πάει και τελείωσε. Συνήθως έχουν να πουν για τις ελληνικές ταινίες πως είναι αργές, θλιβερές, γεμάτες μαυρίλα, ατέλειες και απογοήτευση. Αλλά με τι έργα τις συγκρίνουν; Μήπως η ζωή μας διαφέρει;

Αρκετές ταινίες βλέπω να τις κρίνουν στα δίκτυα κοινωνικής ενημέρωσης, όμως οι απόψεις είναι απόψεις, και δεν είναι τίμιο να θάβει ένας που δεν συμφωνεί μια ταινία ως αποτυχία! Και το βασικό είναι πως κρίνουν αυτό που κατά το μέτρο της αισθητικής τους αντιλαμβάνονται, δηλαδή μόνο το σενάριο! Μα και βέβαια μια ταινία που ο σκηνοθέτης θέλει να προβάλλει τρομακτικά ζητήματα γυναικείας χειραφέτησης όπως είναι η «Πολυξένη», θα αντιμετωπίσει τη χλεύη και τη μαύρη αντίδραση. Ακόμη και σήμερα το 2021. Κι όμως διαβάζω πως η Πολυξένη αρέσει, αλλά πού είναι; Ως έργο τέχνης, η ταινία πραγματικά αξίζει; Ή δεν αξίζει; Δεν πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στο δημιουργό να τη δείξει; Αν δεν τη δούμε πως θα κρίνουμε; Η μήπως δεν πρέπει να τη δούμε; Και στο κάτω-κάτω όποιος δεν θέλει να μη τη δει! Ανάλογα δεν μπορώ να βρω ούτε «το ακίνητο ποτάμι» αν και υποπτεύομαι τι θέλει να πει το έργο από το τίτλο του. Υπάρχει και το δόλωμα, δηλαδή το trailer. Υπάρχει και η παραφιλολογία για το σενάριο που προσφέρεται ως δέλεαρ. Κατάφερα λοιπόν και βρήκα τη «Πολυξένη», σε αισχρή ποιότητα και ανάλυση. Την είχε δείξει η ΕΡΤ. Πήρα μια πρόγευση. Το ότι είχα διαβάσει το σενάριο και τις κριτικές, δεν μπορώ να πω ότι με βοήθησε, απλά μου κίνησαν τη περιέργεια τα σχόλια, και η ηθοποιός! Και ευτυχώς, έχω αναπτύξει τις αντιστάσεις μου στο ρεύμα και τις απόψεις των πολλών. Απλά θέλω να δω τη ταινία γιατί «διάφορες τιμές της συνάρτησης» με ταρακούνησαν. Θέλω να τη βρω σε ψηφιακή μορφή για να την έχω τις μακριές κρύες νύχτες του χειμώνα. Κι αν ποτέ νιώσω αισιοδοξία πως όλα είναι μια χαρά (και δυο τρομάρες), να λάβω όλο το αντίδοτο, κι όχι σε δόσεις!  Θα βγει όμως σε οπτικό δίσκο;

 Επικοινωνία;

Άλλο σημαντικό πρόβλημα που υπάρχει με τους καινούριους  «εργάτες» της τέχνης, ή του πνεύματος. Δεν είναι εφικτή η επικοινωνία. Οι όποιες συνεντεύξεις αποκρύπτουν επιμελώς όλες τις σχετικές πληροφορίες, δεν έχουν blog, e-mail, ταχυδρομική διεύθυνση, έστω ένα τηλέφωνο να καταγράφει μηνύματα, κι ας μην απαντηθούν.  Σχετικά με τα θέματα επικοινωνίας, πάνε χρόνια, από το 1999 νομίζω, που έχω στείλει  θετικά μηνύματα σε καλλιτέχνες, καθώς θεωρώ πως αντί χειροκροτήματος ένας καλός  αλλά ειλικρινής  λόγος μετράει πάντα θετικά. Όμως ελάχιστοι έχουν προβλέψει για κάτι ανάλογο, και ακόμη ποιο λίγοι θα απαντήσουν. Πώς να ξεχάσω ένα εξαιρετικό Σκωτσέζο φωτογράφο όταν μου απάντησε με ένα ευχαριστώ και πως μπορώ ακόμη και να αντιγράψω όσες φωτογραφίες του μου άρεσαν! Πράγμα που δεν έκανα φυσικά, έχω κρατήσει τη σελίδα του όμως. Σίγουρα μια συνέντευξη βοηθάει το καινούριο δημιουργό, ηθοποιό, ζωγράφο, γλύπτη, φωτογράφο, λογοτέχνη. Όμως η απομόνωσή και η αδυναμία επικοινωνίας από τους οπαδούς, θεατές, θαυμαστές, ακροατές, η αποκοπή από το έργο τέχνης μετά τη πρώτη κυκλοφορία, την έκθεση, τη συναυλία, τα πρώτα 1000 ανάτυπα, προκαλεί μια άνευ προηγούμενου τροχοπέδη στην εξάπλωση της καλής τέχνης και ειδικά της τέχνης του κινηματογράφου, και φυσικά τροχοπέδη στο μόρφωση. Τι να τη κάνω την παραγωγή ταινιών τέχνης, δίχως αίθουσες και θεατές; Δίχως εκπαιδευμένους πολίτες; Τι μπορεί να ελπίζει από τη τέχνη φτωχός άστεγος και ο πρόσφυγας, η «Χ» Πολυξένη της ομώνυμης ταινίας;

Τη κυρία Φρίντα Λιάπα , τη «γνώρισα» μονάχα από όσα ειπώθηκαν σε εκείνη τη συνέντευξη. Το λιγότερο που μπορώ να κάνω κατόπιν εορτής, είναι να της αφιερώσω αυτά τα λιγοστά ειλικρινή λόγια ενός αυτοδίδακτου θεατή και για να βοηθήσω τους νέους. Όσο για κάποια ταινία της ελπίζω να τη βρω για να τη δω. Ωστόσο η ζωή της και το έργο της σταμάτησαν νωρίς. Έχω την αίσθηση πως μονάχα πίκρα της δώσαμε εδώ, στη πατρίδα της. Μοναξιά και πίκρα είναι η μοίρα των δημιουργών ίσως.

 Τίνος είναι το παιδί;

Αναρωτιέται κανείς μετά από 3-4 χρόνια, ποιανού είναι το έργο τέχνης; Τελικά, για ποιο το κάνουμε το έργο; Έχω μερικά blog, όποιος θέλει μπορεί να δει φωτογραφίες μου, να επικοινωνήσει μαζί μου, να με ρωτήσει τι κάνω, να κρατήσει ψηφιακές φωτογραφίες μου, να μάθει για φωτογραφία, κινηματογράφο κλπ.

Θα ήθελα να πω σε όλους τους «εργάτες» της τέχνης, κάντε ένα δικό σας blog, είναι εύκολο και θα μπορεί να σας βρει αυτός που σας αγάπησε. Και μη μου πει πλέον κανείς πως με τόσα Smartphone που παίζουν όλη την ημέρα δεν έχει πρόσβαση σε e-mail, Facebook κλπ.

 

Γιάννης Γλυνός