Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

ουκ εν τω πολλώ το ευ




Πόσα Mpixel χρειαζόμαστε;

Έχουν γραφτεί πάρα πολλά για τη φωτογραφία και τη νέα της μορφή, τη ψηφιακή.
Είναι τόσα πολλά που φτάσαμε σε σημείο κορεσμού πληροφορίας και αν κάποιος αναζητήσει "τη ρίζα και φύτρα" θα χαθεί.
Η νέος φωτογράφος, ειδικά ο ερασιτέχνης, είναι ένα ακόμη θύμα του καπιταλισμού που τρώει τις σάρκες του. 
Η ψηφιακή φωτογραφία έγινε πλέον θέμα εκμετάλλευσης του τυφλού ανταγωνισμού, της άγνοιας, του στόχου πωλήσεων.
Όλοι, αν όχι οι περισσότεροι ερασιτέχνες κυρίως, επιδιώκουν τεράστιες και περιττές αναλύσεις δίχως να γνωρίζουν τι ακριβώς χρειάζονται και ανάλογα να το πληρώσουν.
Διαβάζοντας το σχετικό πίνακα βλέπουμε πως ανάλογα με τα μεγέθη εκτύπωσης που θα χρειαστεί κάποια στιγμή να τυπώσουμε, αν ποτέ τυπώσουμε τις φωτογραφίες μας, τα 8 Mpixel είναι μια ικανοποιητική ανάλυση αισθητήρα για κάθε ερασιτεχνική φωτογραφική μηχανή.
Εδώ μπορούμε και πρέπει να σταθούμε.

Meg.Pixel
Πλάτος
Ύψος
72 ppi
150 ppi
200 ppi
300 ppi
Διαστάσεις








1
866
1155
30x40
15x20
11x15
7x10
cm
2
1225
1633
43x57
21x28
16x21
10x14
cm
3
1500
2000
53x70
25x34
19x25
13x17
cm
4
1732
2309
61x89
29x39
22x29
15x20
cm
5
1937
2582
68x91
33x44
25x35
16x22
cm
6
2121
2828
75x100
36x48
27x36
18x24
cm
7
2291
3055
81x108
39x52
29x39
19x26
cm
8
2449
3266
86x115
41x55
31x41
21x28
cm

Ο πίνακας αφορά μεγέθη που προκύπτουν σε συσκευές εκτύπωσης ή αναπαραγωγής φωτογραφιών όπως: οθόνες υπολογιστών, ψηφιακούς προβολείς, τηλεοράσεις, οικιακούς εκτυπωτές ψεκασμού, η θερμικούς.
Από ένα αισθητήρα των 8 MPixel ανάλογα με τη πυκνότητα μπορούμε να έχουμε διαστάσεις από 21Χ28 εκατοστών μέχρι και 41Χ55 εκατοστών.
Πρέπει επίσης να πούμε πως η ποιότητα αναπαραγωγής (όχι της δεδομένης αρχικής λήψης) εξαρτάται και από την απόσταση παρατήρησης.
Μια ικανοποιητική απόσταση είναι ίση και μεγαλύτερη από τη διαγώνια της εκτύπωσης, ή της αναπαραγωγής. Για παράδειγμα, αν σταθούμε 3-4 μέτρα μακριά από μια φωτογραφία διαστάσεων 2Χ3 μέτρων, ακόμη κι αν έχει τυπωθεί με 75 κουκίδες ανά τετραγωνική ίντσα, θα μας φανεί καλή. Αλλά σίγουρα θα μας φανεί ποιο καλή αν η ανάλυση εκτύπωσης είναι 150 κουκίδες ανά τετραγωνική ίντσα και ακόμη ποιο καλή φυσικά αν έχει προκύψει από μια αρχική λήψη με αισθητήρα μεγαλύτερης ανάλυσης (ίδια δεδομένα φωτισμού, φακού κλπ).
Τυπικά, το χρώμα ενός πίξελ του αρχείου της ψηφιακής φωτογραφικής θα αποτυπωθεί στο χαρτί με συνδυασμό 4 χρωμάτων μελανιού, 4 δηλαδή κουκίδων. Τα χρωματικά μοντέλα διαφέρουν. Είναι RGB της ψηφιακής μηχανής, CMYK  του οικιακού εκτυπωτή ψεκασμού. Το
CMYK όμως δεν μπορεί να απεικονίσει όλο το εύρος του RGB που είναι πλουσιότερο και μπορεί να καταγράψει και να μεταφέρει 16.000.000 χρώματα και αποχρώσεις. 
Ωστόσο και το RGB υστερεί στην μεταφορά του μαύρου (δεν υπάρχει μαύρο για τον αισθητήρα, υπάρχει απλά αφώτιστο).

Συντελεστής ποιότητας.
Για εκτυπώσεις με τη μέθοδο της τετραχρωμίας υπάρχει ένας σημαντικός συντελεστής ποιότητας που αυξάνει την ανάγκη σε ppi ανάλογα με το είδος και τη ποιότητα εκτύπωσης που επιδιώκουμε.
Ο συντελεστής είναι από ppiΧ1,5 και άνω...καθώς οι μηχανές τετραχρωμίας μεταφέρουν στο χαρτί ανάλογα με τη ποιότητά του (βάρος, είδος κλπ), ποιότητα ανάλογη με τη πυκνότητα της πληροφορίας σε γραμμές ανά ίντσα lpi που μπορεί να φτάσει από 300 έως και τις 600 γραμμές / ίντσα. Εδώ η ανάλυση μετριέται σε dpi δηλαδή κουκίδες μελανιού ανά τετραγωνική ίντσα.
Είναι όμως μια πληροφορία που δεν ενδιαφέρει τον απλό ερασιτέχνη αν ποτέ δεν προχωρήσει σε εμπορικές μαζικές εκτυπώσεις.

Μια φορά μονάχα ζούμε, και μια φορά θα πάρουμε τη καλή φωτογραφία.
Όμως για κάποιο που θέλει να μάθει και να εκμεταλλευτεί περισσότερο τη ψηφιακή φωτογραφία, θα πρέπει να κοιτάξει και λίγο ποιο κάτω τις γραμμές που ακολουθούν.
Ένας ψηφιακός αισθητήρας έχει δεδομένες διαστάσεις, πχ 24Χ36 χιλιοστά. Στην επιφάνεια αυτή χωράνε τόσα εικονοστοιχεία όσα δίνει η διαίρεση της επιφάνειας του αισθητήρα με την επιφάνεια των εικονοστοιχείων (συν κάποια μικρά, ελάχιστα, κενά ανάμεσα στη δομή τους).
Έτσι η ανάλυση σε Mpixel είναι τόσα εικονοστοιχεία (ορίζοντας) επί τόσα (ύψος) και αυτός ο αριθμός εξαρτάται από την επιφάνεια του αισθητήρα, το μέγεθος του εικονοστοιχείου και την καλλίτερη δυνατή εκμετάλλευση των κενών. Ανάλυση λοιπόν είναι ο αριθμός των πίξελ, και η πυκνότητα έχει σχέση με το μέγεθος των πίξελ και τις διαστάσεις του αισθητήρα.
Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές εκμετάλλευσης της επιφάνειας του ψηφιακού αισθητήρα ανάλογα με το μέγεθος και τη κατανομή των κουκίδων (pixels) που επηρεάζουν τη πυκνότητα, την ευαισθησία και την απόδοση του ψηφιακού αισθητήρα.
Για να μεγαλώσει η ανάλυση (πληροφορία), πρέπει: είτε να μεγαλώσουμε τον αισθητήρα, ή να μικρύνουμε τα εικονοστοιχεία και τα κενά ανάμεσά τους.
Όμως, δεν μπορούμε να τα μικραίνουμε επ’ αόριστο καθώς τίθεται το τεράστιο θέμα συλλογής φωτός. 
Λιγότερα μεγάλα εικονοστοιχεία δίνουν μικρότερη ανάλυση, αλλά πιστότερη πληροφορία, καθώς δέχονται και συλλέγουν περισσότερο φως.
Περισσότερα μικρά εικονοστοιχεία πίξελ, δίνουν σίγουρα περισσότερη πληροφορία (αναφορικά με αυτό που βλέπει ο φακός)  αλλά ως μεμονωμένοι συλλέκτες μειωμένης επιφάνειας δέχονται λιγότερο φως και επομένως παράγουν μικρότερο ηλεκτρικό σήμα.
Η συνολική επιφάνεια του αισθητήρα λειτουργεί ως ενιαίος συλλέκτης φωτός φυσικά, αλλά τα επί μέρους στοιχεία του, τα πίξελ, είναι αυτά που βλέπουν το φως.
Ποσότητα εναντίον ποιότητας λοιπόν.
Το να ταιριάξουν κατά ιδανικό τρόπο ο αριθμός, το μέγεθος των πίξελ και η συνολική επιφάνεια είναι πραγματικά μια τεχνολογική πρόκληση που αναγκαστικά οδηγεί σε σχεδιασμούς αισθητήρων για ειδικές χρήσεις. Είναι επομένως λάθος να επιλέγουμε, ή να αλλάζουμε ένα μηχάνημα που καταγράφει ψηφιακές φωτογραφίες με μοναδικό γνώμονα τη μεγάλη ανάλυση.
Να θυμίσουμε ακόμη ότι το χρώμα ενός pixel στο ψηφιακό αρχείο της φωτογραφίας, προέρχεται από 4 εικονοστοιχεία του αισθητήρα της φωτογραφικής αφού αυτά είναι καλυμμένα με τα βασικά χρώματα RGBG και λειτουργούν ως μήτρα τέσσερα σε ένα.
Αυτή η διάταξη αφορά αισθητήρες GRGB, αλλά υπάρχουν και άλλοι όπως RGB της Sigma.
Αυτά για την φωτογράφηση.
Η απεικόνιση είναι άλλο θέμα.
Η μεγάλη ανάλυση δίνει ψηφιακή φωτογραφία για μεγάλη εκτύπωση σε διαστάσεις, αλλά όχι κατ΄ανάγκη και καλή φωτογραφία σε πιστότητα και φυσικότητα.
Με δεδομένο ότι όπως και να το κάνουμε ένας αισθητήρας έχει συγκεκριμένο αριθμό εικονοστοιχείων, αυτό που αλλάζει στην αναπαραγωγή της φωτογραφίας είναι η πυκνότητα εκτύπωσης-απεικόνισης.
Στην οθόνη μας για παράδειγμα, η πυκνότητα κουκίδας είναι χαμηλή, 72-75 κουκίδες-pixel ανά τετραγωνική ίντσα (ppi).
Εδώ θα δούμε την φωτογραφία να αναπαράγεται όπως περίπου έχει καταγραφεί  αφού το χρώμα προκύπτει από το συνδυασμό τεσσάρων κουκίδων φωσφόρου καθώς το πυροβόλο, ή μήτρα των χρωμάτων είναι RGB, όπως και ο αισθητήρας.
Στον εκτυπωτή μας η πυκνότητα φθάνει τις 300 και 600 ακόμη κουκίδες, όμως έχει παρατηρηθεί ότι διακρίνουμε τις διαφορές εκτύπωσης μέχρι και τις 300 κουκίδες ανά τετραγωνική ίντσα.
Εδώ η απεικόνιση γίνεται με dpi (κουκίδες μελανιού ανά τετραγωνική ίντσα).
Οι διαφορές όμως θα φανούν καθαρά μόνον αν η παρατήρηση γίνει από κοντά, ή με ειδικό μεγεθυντικό φακό για τυπογραφικό έλεγχο. Ωστόσο, μια καλή έκδοση ξεχωρίζει από μια μέτρια ακόμη και στην αφελή παρατήρηση ενός μη ειδικού.
Όμως, για να αναπαραχθεί η πληροφορία RGB ενός pixel του ψηφιακού αρχείου χρειάζονται 4 κουκίδες- dpi με τα βασικά χρώματα της τετραχρωμίας CMYK (Κ= μαύρο). Αυτό μας δείχνει δυο πράγματα: ότι η πληροφορία RGB μετατρέπεται σε CMYK που δεν καλύπτει πλήρως το χρωματικό φάσμα αλλά μέρος αυτού.
Η μέτρηση πυκνότητας-ποιότητας στις μηχανές τετραχρωμίας μετριέται σε lpi- γραμμές ανά ίντσα, που αναλογεί σε dpi X (επί) συντελεστή ποιότητας. Ο συντελεστής ποιότητας σε ένα περιοδικό είναι Χ1,5, σε ένα βιβλίο είναι Χ2 και σε μια συλλεκτική-υψηλής ποιότητας έκδοση μπορεί να ανεβάσει και στο Χ3 τον αριθμό dpi!
Όμως η ανάλυση μιας ψηφιακής φωτογραφίας δεν αλλάζει στην βάση της καθώς ο αισθητήρας παραμένει τόσα Χ τόσα εικονοστοιχεία. Αυτό που αλλάζει είναι η ποιότητα εκτύπωσης που εξαρτάται από την πυκνότητα κουκίδας, ή το μέγεθος του αρχείου (τόσα επί τόσα pixel).
Μερικοί αισθητήρες παρουσιάζουν μεγαλύτερη, ή μικρότερη πυκνότητα εικονοστοιχείων ανά τετραγωνική ίντσα, αλλά σε όλες σχεδόν τις ψηφιακές φωτογραφικές με κόστος κάτω από 10.000 €, οι διαφορές είναι ελάχιστες.
Ειδικά στις κόμπακτ με μικρής επιφάνειας αισθητήρες πολλών Mpixel (10 και άνω), υπάρχει πάντα το τεράστιο πρόβλημα της συλλογής φωτός που μπορεί να "δει" κάθε πίξελ.
Με διάφορα τεχνολογικά μέσα όπως: αλγόριθμους, αισθητήρες με καινούριες διατάξεις, αποθορυβοποίηση και ενίσχυση του σήματος που παράγεται μετά τη διέγερση των πίξελ, η ποιότητα μπορεί να βελτιωθεί αρκετά, χάνεται όμως αρκετή λεπτομέρεια και παρά το ότι η ευαισθησία μπορεί να φτάσει τα 12.000 ISO, και ο αισθητήρας σε ανάλυση 18 Mpixel! θα περιμέναμε πληρώνοντας συνεχώς περισσότερα χρήματα για καινούρια ψηφιακή μηχανή, να δούμε ποιο όμορφες φωτογραφίες σε σύγκριση με παλιότερες μηχανές που είχαν λιγότερη ανάλυση και ποιο μεγάλους αισθητήρες.
Είναι λοιπόν εντελώς άχρηστες οι καινούριες μηχανές;
Όχι, και βέβαια όχι.
Απλά επειδή μια φορά θα τύχει να φωτογραφίσουμε το "μεγάλο" θέμα, επιδιώκουμε πολύ σωστά τη μέγιστη δυνατή ποιότητα εξ αρχής. Για το λόγο αυτό αγοράζαμε μηχανή για φιλμ 6Χ6, ή 6Χ7 εκατοστών, αντί των 35 χιλιοστών πριν βγουν στην αγορά οι πρώτες αξιόλογες ψηφιακές SLR των 10-12 Mpixel.
Παρατηρώντας σήμερα φωτογραφίες από μια κόμπακτ Canon G3 και από μια Nikon D100 και μια D200 βλέπω πως όλα όσα σήμερα γράφω, τα είχα γράψει και το 2008 και το 2010. Σήμερα, θεωρώ κάθε αγορά ψηφιακής φωτογραφικής τύπου κόμπακτ (με μικρής επιφάνειας αισθητήρα) με ανάλυση άνω των 10 Mpixel άνευ λόγου δαπάνης ποσού άνω των 100€.
Ανάλογα μια dSLR με γνήσιο οπτικό σκόπευτρο μέσα από "παραδοσιακό" καθρέφτη με αισθητήρα έστω και διαστάσεων DX και ανάλυση 10-12 Mpixel και δυνατότητα ρύθμισης της ευαισθησίας 1200 ISO (για ώρα ανάγκης) είναι μια πολύ καλή αγορά από 350€ και όσο αντέχετε.
Ωστόσο ο κανόνας λέει: "φωτογραφία σημαίνει φως" και δίχως φως μη περιμένετε θαύματα ποιότητας και πιστότητας από κανένα αισθητήρα.



Αυτά.

Γιάννης Γλυνός

Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

Κυριακή, ζέστη, και φωτογραφία


Κυριακή 22 Ιουλίου, απόγευμα, και 37 βαθμοί Κελσίου.
Κάπου στην Αττική, 
τη σημασία έχει το που;
Σαχλές ταινίες στη TV και πολλές διαφημίσεις, όπως πάντα.
Τα νέα, στα δελτία των 8 μόνο σε αποχρώσεις του μαύρου, όπως πάντα.
Καταφύγιο στο φορητό, για λίγο.
Μνήμες από φίλους και γνωστούς, που έφυγαν πλέον,
που ολοένα πληθαίνουν όμως δια της απουσίας τους.
Μνήμες από φωτογραφίες, δικές μου, και άλλων,
σκέψεις που λιώνουν, χάνονται μέσα στη ζέστη.
Ως και το μάρμαρο στο τραπέζι της αυλής μας ζεματάει.
Πενήντα χρόνια φωτογράφος και τίποτα πλέον καινούριο δεν με εντυπωσιάζει φωτογραφικά. Νομίζω.
Το αντίθετο, βλέπω, αλλά δεν θέλω να βγάλω άλλες φωτογραφίες.
Βλέπω και τις φωτογραφίες των νέων, διαβάζω κείμενα σχετικά με τη φωτογραφία. 
Το μόνο που μου προκαλούν όλα αυτά, είναι να κάτσω να δω παλιές ταινίες, ασπρόμαυρες, παλιές φωτογραφίες, κυρίως ασπρόμαυρες. 
Φτηνός εντυπωσιασμός, μόδα είναι όλα σήμερα χάρη στη ψηφιακή τεχνολογία.
Θυμάμαι σχεδόν όλα όσα έχω κάνει για τη φωτογραφία, με τη φωτογραφία. 
Θυμάμαι, όλα όσα έχω γράψει, όλα όσα έχω φωτογραφίσει.Έτσι νομίζω τουλάχιστον.
Λίγα χρόνια πριν, όλα όσα έβλεπα σκεφτόμουν άμεσα πως θα έπρεπε να φωτογραφηθούν, αν μου το ζητούσε κάποιος.
Και τώρα; όλα με αφήνουν αδιάφορο. 
Ας τα φωτογραφίσουν με το κινητό τους!
Αυτό κάνουν όλοι!
Ας τα βγάλουν πέρα οι καινούριοι με όλα όσα τους παρέχει η τεχνολογία και οι δυνατότητες μόρφωσης και εμπειρίας.
Ο ανταγωνισμός θα επιτρέψει στο ποιο καλό να επιβιώσει.
Ναι αλλά με ποιο τίμημα δεν ξέρω.
Προσφέρθηκα πολλές φορές να βοηθήσω και εμπόρους και νέους φωτογράφους μετά τη συνταξιοδότησή μου, αναζητώντας μιαν ασχολία. 
Αλλά μάταια! 
Όλοι τα ξέρουν όλα πλέον, δεν έχουν και χρόνο για κάτι περισσότερο. 








Δέκα χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή μου, έχω την αίσθηση πως όλα πλέον γίνονται, είναι, γκρίζες σκιές, σαν τις φωτογραφίες που σιγοσβήνουν στο παλιό κλασσικό χαρτί.
Να γιατί ίσως όσο γερνάω, γυρνάω πίσω, και βυθίζομαι ολοένα ποιο πολύ πίσω στο ασπρόμαυρο φιλμ και χαρτί, στις κλασσικές ταινίες του Ντράγερ , του Σαρλό, του Φορντ, του Κουροσάβα, του Αϊζενστάιν, του Κιούμπρικ, του Μπέργκμαν, και τόσων άλλων.
Να γιατί ξεχνιέμαι με τις ώρες να βλέπω παλιές φωτογραφίες μεγάλων φωτογράφων, κυρίως ασπρόμαυρες. Αλλά και δικές μου βλέπω, την εποχή που φωτογράφιζα με το ένστικτο, αλλά δεν είχα τη παραμικρή ιδέα για φωτογραφικές θεωρίες κλπ.
Δεν νομίζω ποτέ πλέον να μιλήσω σε κάποιο κύκλο σχετικά με τις φωτογραφίες που αγαπώ και αγάπησα. Παλιότερα το έκανα, έδινα και μαθήματα, και ομιλίες.
Αισθάνομαι τυχερός, πάρα πολύ τυχερός, γιατί το χόμπι μου, το έκανα και εργασία μου, γιατί γνώρισα και το φιλμ, και τα χημικά, και το σκοτεινό θάλαμο, και την 6Χ7, και τη 4Χ5, και τις τριανταπεντάρες μου, και το ψηφιακό.
Έγραψα, δεκάδες χιλιάδες σελίδες, κείμενα για τη φωτογραφία, που δημοσιεύτηκαν και διαβάστηκαν. Ήταν κείμενα που πολλές φορές παρακίνησαν αναγνώστες να με πάρουν τηλέφωνο, να μου γράψουν, άλλοι να διαφωνήσουν, άλλοι να συμφωνήσουν με όσες σκέψεις και γνώσεις κατάφερα και έβαλα σε τάξη στο χαρτί ως κατάθεση ψυχής και ζωής.
Θα ήθελα, στα blog  που διατηρώ ακόμη, να έχω καθημερινή παρουσία, αλλά κουράστηκα. Βρήκα κι άλλα θέματα να ασχοληθώ από το να κάθομαι να γράφω κάθε ημέρα.
Όμως έμεινα εξ αρχής, από τη πρώτη παρουσία μου στον ιστό,  μόνος, και αβοήθητος ηθικά και οικονομικά.
Υποσχέσεις; ναι πάρα πολλές. Αλλά άφαντοι όλοι!
Αν και δεν σκόπευα ποτέ στο κέρδος, η απουσία ενδιαφέροντος από προμηθευτές, εμπόρους, γνωστούς ήταν εκκωφαντική!
Και τώρα; δεν νομίζω ότι ενδιαφέρεται πλέον κανείς για τις γνώσεις και τις απόψεις μου σχετικά τουλάχιστον με τη φωτογραφία. Τουλάχιστον δεν είχα κάποιο σημάδι στο ταχυδρομείο μου, κάποιο "γράμμα".
Εξ άλλου, η εμπορική χρήση της φωτογραφίας άλλαξε δραματικά και οι αμοιβές το ίδιο. Περισσότεροι από τους μισούς φωτογράφους που γνώριζα το 2010, σήμερα δεν ασκούν το επάγγελμα, όχι γιατί έφυγαν από τη ζωή, αλλά γιατί δεν υπάρχει πλέον αντικείμενο!
Οι εφαρμογές φωτογραφίας που μας κρατούσαν στη ζωή μειώθηκαν δραματικά, άλλαξαν οι αγορές, τα προϊόντα, ο τρόπος προώθησης.
Και πάλι μόνος με τη ζέστη και το σκοτάδι (γιατί σκοτείνιασε για καλά έξω), το μικρό φορητό, και οι μνήμες.
Πέρασα καλά όμως στη ζωή μου χάρη στη φωτογραφία, και αυτό μετράει τώρα.   
Εύχομαι το αυτό και όλους τους συνεχιστές, γιατί μόνο η ζωή μας μετράει και το έργο που θα αφήσουμε.
Και έζησα, και έργο άφησα. Ψάξτε να το βρείτε.

Γιάννης Γλυνός

 



Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

ο δρόμος της φωτογραφίας


Που βαδίζει η φωτογραφία;

ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές που λειτουργούν ακόμη. 
Για την ιστορία, 
η D1 ήταν η πρώτη αξιόλογη και προσιτή σε τιμή με αισθητήρα των 3 μεγαπίξελ, και η μηχανή που βλέπετε μια από τις πρώτες που ήρθαν στη χώρα μας.

μια μικρή σύναξη από κάρτες μνήμης

ψηφιακός αισθητήρας, το φιλμ του 20ου αιώνα

νεαρή "χρήστης" φωτογραφικής μηχανής, σε αναζήτηση του "θέματος"

Κάτι σαν πρόλογος!
Κάθε σκεπτόμενο ον σε αυτό το πλανήτη, θεωρεί πως είναι αυτό το μοναδικό  σημαντικότερο κέντρο του κόσμου μας.
Κόσμος μας, είναι μέχρι εκεί που φτάνουμε, ελέγχουμε, κατανοούμε με τις αισθήσεις και τη λογική.
Κάθε παρατήρηση και κάθε σκέψη, λογική, ή παράλογη, εξαρτάται από την επεξεργαστική ισχύ (εξυπνάδα του όντος) και τα διαθέσιμα μέσα ελέγχου και διαλογισμού της εποχής.
Που βαδίζει η φωτογραφία λοιπόν είναι: ιστορία, εμπειρίες, έρευνα, μέσα και IQ για να τα ταιριάξουμε όλα αυτά.
Και ολίγη ιστορία, δεν βλάπτει.
Ένα ερώτημα που γεννήθηκε κατά καιρούς σε όλους τους ασχολούμενους με τη φωτογραφία ήτανε το «που βαδίζει η φωτογραφία» κάθε φορά που κάτι άλλαζε στην τεχνολογία της, την αποδοχή, τις εφαρμογές της και τη διάδοσή της.
Δηλαδή, διαφορετικό προβληματισμό είχαν οι φωτογράφοι, οι κατασκευαστές και οι ασχολούμενοι με το «άθλημα» πριν το 1900, διαφορετικό ας υποθέσουμε το 1950, και διαφορετικό το 2000. Και σήμερα πάλι έχουμε διαφορετικά προβλήματα να ασχοληθούμε, και πέρα από τη φωτογραφία για να μη πλήξουμε. Πχ, οικονομία, συντάξεις, δημογραφικό, εργασιακός μεσαίωνας κλπ.
Και πώς να μην έχουν σήμερα οι άνθρωποι του κύκλου μας απορίες για το κατά που βαδίζει η φωτογραφία, όταν: η βιομηχανία έκανε τη φωτογραφία imaging, και η διαφήμιση ονόμασε αυθαίρετα και για συντομία το φωτογράφο, «χρήστη».
Το μυστήριο της τέχνης που απασχόλησε τον Σ. Τσβάιχ ξεχάστηκε λίγο μετά όταν δια νόμου η φωτογραφία έγινε «τέχνη». Ειδικά στην Ελλάδα, ο νόμος αυτός δεν φάνηκε να έπεισε όσο θα περίμενε ο καθένας. Διαφορετικά δεν θα είχαμε τόσους περιορισμούς επεμβάσεις και απαγορεύσεις στο έργο των φωτογράφων. Υποτίθεται ότι η τέχνη είναι ελεύθερη και δεν λογοκρίνεται. Υποτίθεται λέμε.
Μπορεί το πρόβλημα αυτό (που βαδίζει η φωτογραφία) να μην είναι το πρώτο και σημαντικότερο για τον κόσμο μας σήμερα, αλλά αφορά έμμεσα ή άμεσα σχεδόν όλους πλέον όσους ασχολούνται με τη φωτογραφία γενικότερα, και ειδικότερα.
Εξ αρχής η εφεύρεση της φωτογραφίας ανακοινώθηκε στο λαό, ήτανε για το λαό μια θαυμάσια δημιουργική ασχολία αρχικά ακριβή όμως.
Η εξάπλωση ήταν απρόβλεπτη, και το κόστος ολοένα περιοριζότανε. Ειδικά στη ψηφιακή της μεταμόρφωση, το κόστος λήψης αποθήκευσης και μετάδοσης της φωτογραφίας μειώθηκε δραματικά.
Η εξάπλωση της χρήσης της φωτογραφίας με φωτογραφικές μηχανές και κινητά τηλέφωνα εφοδιασμένα με φωτογραφικές μηχανές είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Αν υπολογίσουμε παλιές και καινούριες συσκευές με δυνατότητα καταγραφής φωτογραφιών που λειτουργούν με κάθε τρόπο, ίσως και να είναι περισσότερες οι φωτογραφικές από το πληθυσμό της γης.
Φυσικά μετά από κάθε διεθνή φωτογραφική έκθεση, εφεύρεση, νέα τεχνική, νέα υλικά, φωτιστικά, χημικά, φιλμ, φακούς κλπ οι δρόμοι άλλαζαν, οι προβλέψεις άλλαξαν το ίδιο, οι φωτογραφικές εφαρμογές και αυτές φυσικά.
Τι είναι η φωτογραφία;
Πρέπει για μια καλή αρχή προβληματισμού να ξεκαθαρίσουμε, με τον όρο «φωτογραφία», τι ακριβώς εννοούμε; Γιατί αν ισχύσει αυτό που ισχύει στα μαθηματικά, το να θέσουμε και να ορίσουμε το πρόβλημα, εμπεριέχει και τη λύση του προβλήματος. Ίσως λέω εγώ.
Πρέπει να συλλέξουμε στη συνέχεια όσο γίνεται περισσότερα σχετικά στοιχεία και πληροφορίες, να τα βάλουμε σε μια βάση δεδομένων, να δημιουργήσουμε πίνακες και γραφήματα, στατιστικές, ποσοστώσεις, να κάνουμε έρευνες αγοράς προς κάθε κατεύθυνση, να καταγράψουμε τις εφαρμογές, τις χρήσεις, τις εμπορικές πράξεις που έχουν σχέση με τη φωτογραφία του ορισμού που μόλις αποδεχτήκαμε.
Μη έχοντας φυσικά εγώ πρόσβαση σε οικονομικούς απολογισμούς κατασκευαστών, φορολογικές δηλώσεις φωτογράφων, εμπόρων, κατασκευαστών, πρέπει να αρκεστώ  στη προσωπική μου ερασιτεχνική και επαγγελματική πείρα, τη γνώση μου από εκθέσεις, συνομιλίες με άλλους του κύκλου μου, τις άπειρες ώρες ψαξίματος στο διαδίκτυο, στα στοιχεία που διαβάζω εδώ και εκεί, στα 53 χρόνια ασχολίας άμεσα, ή έμμεσα με τη φωτογραφία, στις φωτογραφίες μου, στις φωτογραφίες των συλλογών και τα φωτογραφικά βιβλία που έχω αποθηκεύσει, κλπ πηγές.
Η «φωτογραφία» λοιπόν, σίγουρα δεν είναι ένα μόνο πράγμα.
Από όσα γνωρίζω και θυμάμαι τώρα, η φωτογραφία είναι:
Εκπαίδευση, δημιουργία, πρακτική, τέχνη, βιομηχανία, βιοτεχνία, εμπόριο, όνειρο, πληροφορία, ασχολία, εικονογράφηση, εργασία, θεωρεία, πράξη, σχολή, έρευνα, χημεία, ηλεκτρονικά, ψηφιακή τεχνολογία, υπολογιστές, εκδόσεις, διαδίκτυο, πνευματικά δικαιώματα, εκδόσεις, εκθέσεις, μονογραφίες, παλιές και καινούργιες εφαρμογές, ανάμνηση, ερασιτεχνισμός (κυριολεκτικά), παρατήρηση, ιστορία, ρεπορτάζ, εγκληματολογία, ντοκουμέντο, ιατρική, και ό,τι άλλο.
Δεν θα σας δώσω εγώ εδώ τον ορισμό της φωτογραφίας. Ανατρέξετε παρακαλώ σε κάποια σύγχρονη εγκυκλοπαίδεια, ή τεχνικό σύγγραμμα για τη φωτογραφία να διαβάσετε τι γράφει και ίσως συμφωνήσετε. Το λέω γιατί ως γνήσιοι Έλληνες σίγουρα ο καθένας θα έχει και τη δική του άποψη.  
Για να καταγράψουμε τη γνώση που έχουμε σήμερα σχετικά με κάθε τι σχετικό με τη φωτογραφία, θα χρειαστούμε μπόλικους τόμους βιβλίων αρκετά χοντρούς και μεγάλων διαστάσεων. Ήδη ως γνωστικό αντικείμενο η φωτογραφία διδάσκεται σε ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και οι σπουδές διαρκούν 3 και 4 και 5 έτη. Επί πλέον υπάρχουν σχολές, λέσχες, ομάδες, σύλλογοι, και φυσικά το διαδίκτυο.
Όμως ήτανε η ψηφιακή τεχνολογία και το διαδίκτυο με τις ανατροπές που πραγματικά φέρανε αυτό τον έντονο προβληματισμό για το που βαδίζει η φωτογραφία.
Πέρα από την σχεδόν πλήρη απαξίωση της αναλογικής φωτογραφικής τεχνολογίας, οι φωτογράφοι ήρθαν αντιμέτωποι με το τεράστιο κόστος της προσαρμογής στη ψηφιακή τεχνολογία, με τις συχνές αναβαθμίσεις, το λογισμικό, τους επεξεργαστές, και φυσικά γονάτισαν, και έπεσαν. Οι αγορές άλλαξαν, οι ανάγκες το ίδιο, το κόστος και ο χρόνος μετάδοσης μειώθηκαν δραματικά και εντυπωσιακά. Όλες οι φωτογραφίες μας γίνονται πλέον ψηφιακά αρχεία που αντιγράφονται όμως πανεύκολα με αποτέλεσμα την απώλεια εσόδων.
Ως τέχνη αλλά και ερασιτεχνισμός η φωτογραφία είναι δημιουργική διέξοδος για λίγους και εκλεκτούς, ή, για όλους και ο καθένας με τη τύχη του και την άποψή του περί τέχνης. Ωστόσο, ελάχιστοι φωτογράφοι στο σύνολο όσων τράβηξαν και τραβάνε φωτογραφίες, έχουν κατανοήσει πλήρως τη δύναμη αλλά και την αδυναμία του μέσου. Το ποιο αξιόλογο είναι πως στη προσπάθεια κατανόησης των δυνατοτήτων αλλά και των αδυναμιών της φωτογραφίας, δημιουργήθηκαν με το παιχνίδι ίσως, τα ποιο όμορφα φωτογραφικά έργα.
Ως επάγγελμα, αυτό του φωτογράφου, εξαρτάται άμεσα από τις ανάγκες της αγοράς και τις δυνατότητες των καταναλωτών και αναφέρομαι στην εφαρμοσμένη τέχνη και τεχνική της φωτογραφίας.
Ερασιτέχνες και επαγγελματίες ωστόσο, ο καθένας που κρατά μια φωτογραφική μηχανή, ο καθένας που τραβά και χρησιμοποιεί φωτογραφίες, αποτελούν όλοι από την αρχή της φωτογραφικής εφεύρεσης, τους βασικούς πελάτες της φωτογραφικής βιομηχανίας.
Αν λοιπόν οι καταναλωτές δεν μπορούν για τους δικούς τους λόγους να τραβήξουν φωτογραφίες, να αγοράσουν τα φωτογραφικά προϊόντα, να συλλέξουν φωτογραφίες για αναμνήσεις, να ασχοληθούν δημιουργικά, να κρεμάσουν μια φωτογραφία στο σπίτι, ή να τη δωρίσουν, τότε η «φωτογραφία» μας βαδίζει όπου και το κοινό της, οι πιστοί της φίλοι και οπαδοί, οι υπηρέτες της. Η ηρωική εποχή της φωτογραφίας με τα μεγάλα ονόματα και τις ιστορικές θαυμάσιες λήψεις έκανε το κύκλο της και το ποτάμι δεν γυρίζει.
Ίσως «πάλι με χρόνια με καιρούς» ανακαλύψουνε τα ρηχά τα πιάτα οι απόγονοι, αλλά θα είναι εργασία πλέον για ερευνητές αρχείων και ιστορικούς.
Ένα πράγμα νομίζω έχει κοινό η φωτογραφία με τους σαμουράι, αλλά και με τους Ιάπωνες κατασκευαστές που απομείνανε. Θα πεθάνει μαζί με τους άρχοντες, ή θα βαδίσει σε ολοένα ποιο ακραίες καταστάσεις. Από την άκρα εκμετάλλευση και τις τεράστιες αμοιβές για επένδυση ίσως, στον εξευτελισμό του ενός κέρματος του ευρώ, ή του δολαρίου για κάθε κατέβασμα (και πολλά λέω). Αλήθεια που κατρακύλησαν οι αμοιβές των φωτοθηκών;
Το που βαδίζει η φωτογραφία είναι ίσως πλέον προφανές, όταν όλος ο κόσμος μας βαδίζει προς ένα τέλος μη αναστρέψιμο αν ελέγξουμε τις γραφικές παραστάσεις από τα μέχρι τώρα δεδομένα (αμοιβές, πρώτες ύλες, εργασία, τρόφιμα, ανταγωνισμοί, πόλεμοι). Μπορεί να υπάρξουν ανατροπές και εκπλήξεις, ίσως. Μιλάμε όμως για μη προβλέψιμες καταστάσεις, για απουσία καταγραφής δεδομένων αφού δεν έχουν συμβεί, ακόμη, και καλά θα κάνει ο καθένας να περιμένει να δει κι όχι να προτρέχει διότι:
-"κοινη γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο".
Εγώ, ο καλός πελάτης Χ
Επί 40 χρόνια έχω εκθέσει χιλιάδες ρολά φιλμ, αμέτρητες πλάκες, χιλιόμετρα φιλμ. Επί 15 και άνω χρόνια έχω τραβήξει και έχω δει αμέτρητες ψηφιακές φωτογραφίες. Και λοιπόν; Με τσάκισαν τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα και δεν βγαίνω να πάρω φωτογραφίες ούτε στο δρόμο μου! Κορεσμός και απογοήτευση!
Ήμουν από τους πολύ καλούς πελάτες της βιομηχανίας, με πολλές μηχανές και φακούς, και φλας, και προγράμματα για υπολογιστές, και τώρα;
Μου είναι όλα αδιάφορα, ότι ανεβαίνει, κατεβαίνει. Ακμή και παρακμή. Όταν έχεις δει τη κορυφή, όλα τα άλλα είναι ισοπέδωση, ή κατήφορος.
Ο δρόμος που ακολούθησε η φωτογραφία είναι εκείνος που εμείς την οδηγήσαμε. Ήταν ένας δρόμος καταστροφικός στρωμένος εξ αρχής από τον τρομακτικό ελεύθερο καπιταλιστικό ανταγωνισμό, την αβάστακτη ελαφρότητα του εγώ των σαμουράι-φωτογράφων, και των σαμουράι εμπόρων που την υπηρέτησαν (υποτίθεται), αλλά δεν τη σεβάστηκαν σαν τέχνη. Εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, η «φωτογραφία» συνδέθηκε με το μέγιστο δυνατό κέρδος και το ελάχιστο δυνατό κόστος. Αυτή είναι και μια παγκόσμια σταθερά, παιδί της παγκοσμιοποίησης.
Ένας αριθμός τρομακτικός. 7.200.000.000 καταναλωτές!
Αλλά και κάθε άλλη μορφή τέχνης σήμερα, το 2018, περνάει τρομακτική κρίση, όπως και ο κόσμος μας. Δηλαδή, ακόμη κι αν η φωτογραφία ήταν μια καθαρή δημιουργική τέχνη μόνο καθολικής αποδοχής, και πάλι οι δημιουργοί -καλλιτέχνες φωτογράφοι θα είχανε τη τύχη των μουσικών μας και των ασπρόμαυρων ταινιών. Με λίγα λόγια; Κορεσμός.
Παρά το ότι η εξάπλωση της ιδέας για λήψεις φωτογραφιών οπουδήποτε, για οτιδήποτε, οποτεδήποτε, παρά το ότι ο πληθυσμός της γης ξεπέρασε τα 7,2 δις ψυχές (2014), παρά το ότι γίναμε πολλοί οι φωτογράφοι, η αριθμητική σχέση επαγγελματίες φωτογράφοι (αυτοί που αποκτούν εισόδημα από τη όποια σχέση τους με τη φωτογραφία) είναι μικρή σε σχέση με τους ερασιτέχνες που αξιοποιούν τις όποιες φωτογραφικές μηχανές τους για κάθε τους ανάγκη, εκτός από το οικονομικό κέρδος. Έτσι εξάπλωση της φωτογραφικής ανακάλυψης, η εκλαΐκευση, υπήρξε και μια σημαντική αφορμή για τον ευτελισμό της. Ποσότητα εναντίον ποιότητας, αυτό βλέπω μόνο σήμερα.
Η επαγγελματική φωτογραφία βαδίζει όπου και οι φωτογράφοι, θα πάει εκεί που πήγε και το φιλμ. Λιγότεροι, λίγοι, ελάχιστοι. Μακάρι να κάνω λάθος.
Από το 1995 οι «φωτισμένοι» δημοσιογράφοι προέβλεπαν βιαστικά το τέλος του φιλμ! Παρά την εξάπλωσή της φωτογραφίας στις μάζες μέσα από τη ψηφιακή τεχνολογία, νομίζω θα είναι από τα επαγγέλματα που θα χαθούν. Είναι θέμα χρόνου.
Κι αν μείνουν λίγοι που θα συνεχίσουν να βρίσκουν, να τραβάνε και να εμφανίζουν φιλμ, θα φαντάζουν σαν να χρησιμοποιούν τη δαγεροτυπία ακόμη!
Όσο για την ερασιτεχνική φωτογραφία; Αν υπάρχει διάθεση για φωτογραφίες, τίποτα δεν θα σταματήσει νομίζω τον ερασιτέχνη, παρά μόνο αν δεν έχει χαρτζιλίκι και χρόνο. Και που να τα βρει με μισθό το πολύ 400€ και εργασία 8-10 ώρες από τις οποίες πληρώνεται τις 4; Δεν το ξέρατε;
Αναρωτιέμαι, όταν οι πλειονότητα των φωτογράφων ήταν αυτοδίδακτοι, όταν τα φωτογραφικά βιβλία ήταν ακριβά δυσεύρετα και ελάχιστα, όταν κανείς δεν έδειχνε τίποτα, γιατί δεν είχαμε ανάλογο προβληματισμό;
Οι καμπάνες ήχησαν και πριν το 1992-93. Αλλά άρχισαν να χτυπάνε δυνατά για τη φωτογραφία και τους φωτογράφους από τη παρουσία της πρώτης dSLR με τον αισθητήρα των τριών μεγαπίξελ.
Τότε φάνηκε ξεκάθαρα ότι ο ψηφιακός αισθητήρας μπορεί να δώσει ικανοποιητική φωτογραφική ποιότητα και να καλύψει το σημαντικότερο μέρος της φωτογραφικής παραγωγής, των εντύπων, και των ΜΜΕ. Και τώρα τι; Smartphone και drones για όλους!
Για αυτό "όταν ακούσεις να χτυπά η καμπάνα, μη ρωτήσεις για ποιόν είναι"….

Γιάννης Γλυνός.