Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

ουκ εν τω πολλώ το ευ




Πόσα Mpixel χρειαζόμαστε;

Έχουν γραφτεί πάρα πολλά για τη φωτογραφία και τη νέα της μορφή, τη ψηφιακή.
Είναι τόσα πολλά που φτάσαμε σε σημείο κορεσμού πληροφορίας και αν κάποιος αναζητήσει "τη ρίζα και φύτρα" θα χαθεί.
Η νέος φωτογράφος, ειδικά ο ερασιτέχνης, είναι ένα ακόμη θύμα του καπιταλισμού που τρώει τις σάρκες του. 
Η ψηφιακή φωτογραφία έγινε πλέον θέμα εκμετάλλευσης του τυφλού ανταγωνισμού, της άγνοιας, του στόχου πωλήσεων.
Όλοι, αν όχι οι περισσότεροι ερασιτέχνες κυρίως, επιδιώκουν τεράστιες και περιττές αναλύσεις δίχως να γνωρίζουν τι ακριβώς χρειάζονται και ανάλογα να το πληρώσουν.
Διαβάζοντας το σχετικό πίνακα βλέπουμε πως ανάλογα με τα μεγέθη εκτύπωσης που θα χρειαστεί κάποια στιγμή να τυπώσουμε, αν ποτέ τυπώσουμε τις φωτογραφίες μας, τα 8 Mpixel είναι μια ικανοποιητική ανάλυση αισθητήρα για κάθε ερασιτεχνική φωτογραφική μηχανή.
Εδώ μπορούμε και πρέπει να σταθούμε.

Meg.Pixel
Πλάτος
Ύψος
72 ppi
150 ppi
200 ppi
300 ppi
Διαστάσεις








1
866
1155
30x40
15x20
11x15
7x10
cm
2
1225
1633
43x57
21x28
16x21
10x14
cm
3
1500
2000
53x70
25x34
19x25
13x17
cm
4
1732
2309
61x89
29x39
22x29
15x20
cm
5
1937
2582
68x91
33x44
25x35
16x22
cm
6
2121
2828
75x100
36x48
27x36
18x24
cm
7
2291
3055
81x108
39x52
29x39
19x26
cm
8
2449
3266
86x115
41x55
31x41
21x28
cm

Ο πίνακας αφορά μεγέθη που προκύπτουν σε συσκευές εκτύπωσης ή αναπαραγωγής φωτογραφιών όπως: οθόνες υπολογιστών, ψηφιακούς προβολείς, τηλεοράσεις, οικιακούς εκτυπωτές ψεκασμού, η θερμικούς.
Από ένα αισθητήρα των 8 MPixel ανάλογα με τη πυκνότητα μπορούμε να έχουμε διαστάσεις από 21Χ28 εκατοστών μέχρι και 41Χ55 εκατοστών.
Πρέπει επίσης να πούμε πως η ποιότητα αναπαραγωγής (όχι της δεδομένης αρχικής λήψης) εξαρτάται και από την απόσταση παρατήρησης.
Μια ικανοποιητική απόσταση είναι ίση και μεγαλύτερη από τη διαγώνια της εκτύπωσης, ή της αναπαραγωγής. Για παράδειγμα, αν σταθούμε 3-4 μέτρα μακριά από μια φωτογραφία διαστάσεων 2Χ3 μέτρων, ακόμη κι αν έχει τυπωθεί με 75 κουκίδες ανά τετραγωνική ίντσα, θα μας φανεί καλή. Αλλά σίγουρα θα μας φανεί ποιο καλή αν η ανάλυση εκτύπωσης είναι 150 κουκίδες ανά τετραγωνική ίντσα και ακόμη ποιο καλή φυσικά αν έχει προκύψει από μια αρχική λήψη με αισθητήρα μεγαλύτερης ανάλυσης (ίδια δεδομένα φωτισμού, φακού κλπ).
Τυπικά, το χρώμα ενός πίξελ του αρχείου της ψηφιακής φωτογραφικής θα αποτυπωθεί στο χαρτί με συνδυασμό 4 χρωμάτων μελανιού, 4 δηλαδή κουκίδων. Τα χρωματικά μοντέλα διαφέρουν. Είναι RGB της ψηφιακής μηχανής, CMYK  του οικιακού εκτυπωτή ψεκασμού. Το
CMYK όμως δεν μπορεί να απεικονίσει όλο το εύρος του RGB που είναι πλουσιότερο και μπορεί να καταγράψει και να μεταφέρει 16.000.000 χρώματα και αποχρώσεις. 
Ωστόσο και το RGB υστερεί στην μεταφορά του μαύρου (δεν υπάρχει μαύρο για τον αισθητήρα, υπάρχει απλά αφώτιστο).

Συντελεστής ποιότητας.
Για εκτυπώσεις με τη μέθοδο της τετραχρωμίας υπάρχει ένας σημαντικός συντελεστής ποιότητας που αυξάνει την ανάγκη σε ppi ανάλογα με το είδος και τη ποιότητα εκτύπωσης που επιδιώκουμε.
Ο συντελεστής είναι από ppiΧ1,5 και άνω...καθώς οι μηχανές τετραχρωμίας μεταφέρουν στο χαρτί ανάλογα με τη ποιότητά του (βάρος, είδος κλπ), ποιότητα ανάλογη με τη πυκνότητα της πληροφορίας σε γραμμές ανά ίντσα lpi που μπορεί να φτάσει από 300 έως και τις 600 γραμμές / ίντσα. Εδώ η ανάλυση μετριέται σε dpi δηλαδή κουκίδες μελανιού ανά τετραγωνική ίντσα.
Είναι όμως μια πληροφορία που δεν ενδιαφέρει τον απλό ερασιτέχνη αν ποτέ δεν προχωρήσει σε εμπορικές μαζικές εκτυπώσεις.

Μια φορά μονάχα ζούμε, και μια φορά θα πάρουμε τη καλή φωτογραφία.
Όμως για κάποιο που θέλει να μάθει και να εκμεταλλευτεί περισσότερο τη ψηφιακή φωτογραφία, θα πρέπει να κοιτάξει και λίγο ποιο κάτω τις γραμμές που ακολουθούν.
Ένας ψηφιακός αισθητήρας έχει δεδομένες διαστάσεις, πχ 24Χ36 χιλιοστά. Στην επιφάνεια αυτή χωράνε τόσα εικονοστοιχεία όσα δίνει η διαίρεση της επιφάνειας του αισθητήρα με την επιφάνεια των εικονοστοιχείων (συν κάποια μικρά, ελάχιστα, κενά ανάμεσα στη δομή τους).
Έτσι η ανάλυση σε Mpixel είναι τόσα εικονοστοιχεία (ορίζοντας) επί τόσα (ύψος) και αυτός ο αριθμός εξαρτάται από την επιφάνεια του αισθητήρα, το μέγεθος του εικονοστοιχείου και την καλλίτερη δυνατή εκμετάλλευση των κενών. Ανάλυση λοιπόν είναι ο αριθμός των πίξελ, και η πυκνότητα έχει σχέση με το μέγεθος των πίξελ και τις διαστάσεις του αισθητήρα.
Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές εκμετάλλευσης της επιφάνειας του ψηφιακού αισθητήρα ανάλογα με το μέγεθος και τη κατανομή των κουκίδων (pixels) που επηρεάζουν τη πυκνότητα, την ευαισθησία και την απόδοση του ψηφιακού αισθητήρα.
Για να μεγαλώσει η ανάλυση (πληροφορία), πρέπει: είτε να μεγαλώσουμε τον αισθητήρα, ή να μικρύνουμε τα εικονοστοιχεία και τα κενά ανάμεσά τους.
Όμως, δεν μπορούμε να τα μικραίνουμε επ’ αόριστο καθώς τίθεται το τεράστιο θέμα συλλογής φωτός. 
Λιγότερα μεγάλα εικονοστοιχεία δίνουν μικρότερη ανάλυση, αλλά πιστότερη πληροφορία, καθώς δέχονται και συλλέγουν περισσότερο φως.
Περισσότερα μικρά εικονοστοιχεία πίξελ, δίνουν σίγουρα περισσότερη πληροφορία (αναφορικά με αυτό που βλέπει ο φακός)  αλλά ως μεμονωμένοι συλλέκτες μειωμένης επιφάνειας δέχονται λιγότερο φως και επομένως παράγουν μικρότερο ηλεκτρικό σήμα.
Η συνολική επιφάνεια του αισθητήρα λειτουργεί ως ενιαίος συλλέκτης φωτός φυσικά, αλλά τα επί μέρους στοιχεία του, τα πίξελ, είναι αυτά που βλέπουν το φως.
Ποσότητα εναντίον ποιότητας λοιπόν.
Το να ταιριάξουν κατά ιδανικό τρόπο ο αριθμός, το μέγεθος των πίξελ και η συνολική επιφάνεια είναι πραγματικά μια τεχνολογική πρόκληση που αναγκαστικά οδηγεί σε σχεδιασμούς αισθητήρων για ειδικές χρήσεις. Είναι επομένως λάθος να επιλέγουμε, ή να αλλάζουμε ένα μηχάνημα που καταγράφει ψηφιακές φωτογραφίες με μοναδικό γνώμονα τη μεγάλη ανάλυση.
Να θυμίσουμε ακόμη ότι το χρώμα ενός pixel στο ψηφιακό αρχείο της φωτογραφίας, προέρχεται από 4 εικονοστοιχεία του αισθητήρα της φωτογραφικής αφού αυτά είναι καλυμμένα με τα βασικά χρώματα RGBG και λειτουργούν ως μήτρα τέσσερα σε ένα.
Αυτή η διάταξη αφορά αισθητήρες GRGB, αλλά υπάρχουν και άλλοι όπως RGB της Sigma.
Αυτά για την φωτογράφηση.
Η απεικόνιση είναι άλλο θέμα.
Η μεγάλη ανάλυση δίνει ψηφιακή φωτογραφία για μεγάλη εκτύπωση σε διαστάσεις, αλλά όχι κατ΄ανάγκη και καλή φωτογραφία σε πιστότητα και φυσικότητα.
Με δεδομένο ότι όπως και να το κάνουμε ένας αισθητήρας έχει συγκεκριμένο αριθμό εικονοστοιχείων, αυτό που αλλάζει στην αναπαραγωγή της φωτογραφίας είναι η πυκνότητα εκτύπωσης-απεικόνισης.
Στην οθόνη μας για παράδειγμα, η πυκνότητα κουκίδας είναι χαμηλή, 72-75 κουκίδες-pixel ανά τετραγωνική ίντσα (ppi).
Εδώ θα δούμε την φωτογραφία να αναπαράγεται όπως περίπου έχει καταγραφεί  αφού το χρώμα προκύπτει από το συνδυασμό τεσσάρων κουκίδων φωσφόρου καθώς το πυροβόλο, ή μήτρα των χρωμάτων είναι RGB, όπως και ο αισθητήρας.
Στον εκτυπωτή μας η πυκνότητα φθάνει τις 300 και 600 ακόμη κουκίδες, όμως έχει παρατηρηθεί ότι διακρίνουμε τις διαφορές εκτύπωσης μέχρι και τις 300 κουκίδες ανά τετραγωνική ίντσα.
Εδώ η απεικόνιση γίνεται με dpi (κουκίδες μελανιού ανά τετραγωνική ίντσα).
Οι διαφορές όμως θα φανούν καθαρά μόνον αν η παρατήρηση γίνει από κοντά, ή με ειδικό μεγεθυντικό φακό για τυπογραφικό έλεγχο. Ωστόσο, μια καλή έκδοση ξεχωρίζει από μια μέτρια ακόμη και στην αφελή παρατήρηση ενός μη ειδικού.
Όμως, για να αναπαραχθεί η πληροφορία RGB ενός pixel του ψηφιακού αρχείου χρειάζονται 4 κουκίδες- dpi με τα βασικά χρώματα της τετραχρωμίας CMYK (Κ= μαύρο). Αυτό μας δείχνει δυο πράγματα: ότι η πληροφορία RGB μετατρέπεται σε CMYK που δεν καλύπτει πλήρως το χρωματικό φάσμα αλλά μέρος αυτού.
Η μέτρηση πυκνότητας-ποιότητας στις μηχανές τετραχρωμίας μετριέται σε lpi- γραμμές ανά ίντσα, που αναλογεί σε dpi X (επί) συντελεστή ποιότητας. Ο συντελεστής ποιότητας σε ένα περιοδικό είναι Χ1,5, σε ένα βιβλίο είναι Χ2 και σε μια συλλεκτική-υψηλής ποιότητας έκδοση μπορεί να ανεβάσει και στο Χ3 τον αριθμό dpi!
Όμως η ανάλυση μιας ψηφιακής φωτογραφίας δεν αλλάζει στην βάση της καθώς ο αισθητήρας παραμένει τόσα Χ τόσα εικονοστοιχεία. Αυτό που αλλάζει είναι η ποιότητα εκτύπωσης που εξαρτάται από την πυκνότητα κουκίδας, ή το μέγεθος του αρχείου (τόσα επί τόσα pixel).
Μερικοί αισθητήρες παρουσιάζουν μεγαλύτερη, ή μικρότερη πυκνότητα εικονοστοιχείων ανά τετραγωνική ίντσα, αλλά σε όλες σχεδόν τις ψηφιακές φωτογραφικές με κόστος κάτω από 10.000 €, οι διαφορές είναι ελάχιστες.
Ειδικά στις κόμπακτ με μικρής επιφάνειας αισθητήρες πολλών Mpixel (10 και άνω), υπάρχει πάντα το τεράστιο πρόβλημα της συλλογής φωτός που μπορεί να "δει" κάθε πίξελ.
Με διάφορα τεχνολογικά μέσα όπως: αλγόριθμους, αισθητήρες με καινούριες διατάξεις, αποθορυβοποίηση και ενίσχυση του σήματος που παράγεται μετά τη διέγερση των πίξελ, η ποιότητα μπορεί να βελτιωθεί αρκετά, χάνεται όμως αρκετή λεπτομέρεια και παρά το ότι η ευαισθησία μπορεί να φτάσει τα 12.000 ISO, και ο αισθητήρας σε ανάλυση 18 Mpixel! θα περιμέναμε πληρώνοντας συνεχώς περισσότερα χρήματα για καινούρια ψηφιακή μηχανή, να δούμε ποιο όμορφες φωτογραφίες σε σύγκριση με παλιότερες μηχανές που είχαν λιγότερη ανάλυση και ποιο μεγάλους αισθητήρες.
Είναι λοιπόν εντελώς άχρηστες οι καινούριες μηχανές;
Όχι, και βέβαια όχι.
Απλά επειδή μια φορά θα τύχει να φωτογραφίσουμε το "μεγάλο" θέμα, επιδιώκουμε πολύ σωστά τη μέγιστη δυνατή ποιότητα εξ αρχής. Για το λόγο αυτό αγοράζαμε μηχανή για φιλμ 6Χ6, ή 6Χ7 εκατοστών, αντί των 35 χιλιοστών πριν βγουν στην αγορά οι πρώτες αξιόλογες ψηφιακές SLR των 10-12 Mpixel.
Παρατηρώντας σήμερα φωτογραφίες από μια κόμπακτ Canon G3 και από μια Nikon D100 και μια D200 βλέπω πως όλα όσα σήμερα γράφω, τα είχα γράψει και το 2008 και το 2010. Σήμερα, θεωρώ κάθε αγορά ψηφιακής φωτογραφικής τύπου κόμπακτ (με μικρής επιφάνειας αισθητήρα) με ανάλυση άνω των 10 Mpixel άνευ λόγου δαπάνης ποσού άνω των 100€.
Ανάλογα μια dSLR με γνήσιο οπτικό σκόπευτρο μέσα από "παραδοσιακό" καθρέφτη με αισθητήρα έστω και διαστάσεων DX και ανάλυση 10-12 Mpixel και δυνατότητα ρύθμισης της ευαισθησίας 1200 ISO (για ώρα ανάγκης) είναι μια πολύ καλή αγορά από 350€ και όσο αντέχετε.
Ωστόσο ο κανόνας λέει: "φωτογραφία σημαίνει φως" και δίχως φως μη περιμένετε θαύματα ποιότητας και πιστότητας από κανένα αισθητήρα.



Αυτά.

Γιάννης Γλυνός

Δεν υπάρχουν σχόλια: