Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Δαγεροτυπία, φωτογραφία, imaging


'Οχι, σε όλα.

Είχα τη τύχη, ή την ατυχία, όπως θέλετε δείτε το, να ξεκινήσω τη σχέση μου με τη φωτογραφία στο τέλος του 1966.
Σχολή φωτογραφίας δεν υπήρχε στην Ελλάδα και όπως όλοι, φωτογράφιζα τότε με φιλμ.
Είχα εντελώς χειροκίνητη ρεφλέξ φωτογραφική μηχανή 35 mm, αρχικά με ένα φακό, μετά με περισσότερους σταθερούς, δεν είχα όμως ζουμ. 
Έστησα σκοτεινό θάλαμο, πήρα εκτυπωτική μηχανή, ζυγαριά, χημικά, τανκ (καμιά σχέση με το τανκς) για την εμφάνιση φιλμ, ηλεκτρικό εμφανιστήριο για να έχω σταθερή ανάδευση και θερμοκρασία, λεκάνες, χαρτιά.
Όποτε περίσσευε χαρτζιλίκι, αγόραζα κανένα φωτογραφικό περιοδικό κυρίως σε Αγγλική γλώσσα. Έμαθα τα περισσότερα τεχνικά μυστικά μόνος μου. Βλέποντας και κρίνοντας τις φωτογραφίες μου, παρακολουθώντας κινηματογραφικές ταινίες, απόκτησα τη δική μου αισθητική άποψη για τη φωτογραφία. Είχα και τη τύχη να δω την φωτογραφική έκθεση «η οικογένεια του ανθρώπου» στο Ζάππειο, κράτησα και το αναμνηστικό λεύκωμα.
Αργότερα, κάποιοι, είπαν πως δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο!
Όμως από το ολότελα; 
Έμαθα και αγάπησα το ασπρόμαυρο, ζυμώθηκα με αυτό, το χειριζόμουνα από την αρχή μέχρι το τέλος. Το έγχρωμο το αποδέχτηκα μόνο ως έγχρωμη διαφάνεια - slide. Τις χρωματιστές φωτογραφίες σε φιλμ απλά τις τραβούσα μόνον όταν ο πελάτης επέμενε.
Δεν νομίζω ότι ως άνθρωπος (έχοντας ανθρωποκεντρική θεώρηση του σύμπαντος τότε), ήμουν και ο μόνος που νόμιζε πως εφόσον εγώ σκέφτομαι έτσι, έτσι έπρεπε να είναι γενικώς. Αναφέρομαι στη ασπρόμαυρη φωτογραφία και τους μεγάλους φωτογράφους της εποχής.
Πίστευα σε αυτό το ασπρόμαυρο, το υπηρετούσα και με υπηρετούσε. Φωτογράφιζα και για δυο τόνους μόνο, Α/Μ. Αλλά εκμεταλλευόμουν και όσες διαβαθμίσεις μπορούσα να διακρίνω και να αποτυπώσω. Έπαιζα με το λιθογραφικό, το τονικό φιλμ και τις εμφανίσεις, έφτιαχνα μόνος μου συνταγές για να έχω τα ειδικά αποτελέσματα.
Το έγχρωμο ποτέ δεν με έπεισε πλήρως για τη δυνατότητα ελέγχου που θα έδινε στο φωτογράφο, αν και κάποια φωτογραφικά δείγματα ήταν καλά.
Λίγο πριν την είσοδο της ψηφιακής τεχνολογίας στη φωτογραφική βιομηχανία, οι περισσότερες μηχανές μου ήταν αυτόματες (ΑΕ) και όλες είχαν ενσωματωμένο φωτόμετρο. Όλες, εκτός από τις κλασικές μου μηχανές studio.
Με την είσοδο της ψηφιακής φωτογραφίας και τη διάδοση του internet, άρχισα να παρακολουθώ φωτογραφικές ιστοσελίδες και να γράφω κείμενα για τη τεχνική της φωτογραφίας αλλά και τη θεωρία και την αισθητική της. Έτσι γνώρισα όλα όσα δεν είχα τη δυνατότητα να μάθω επειδή δεν είχα χρόνο, ή χρήματα για να αγοράσω βιβλία.
Σήμερα, δεν έχω χρήματα για να αγοράσω φιλμ, ούτε χαρτιά. Έχω όμως ακόμη το σκοτεινό θάλαμο κι όλες τις μηχανές που είναι κάπου αποθηκευμένες. Αλλά και η μέση μου δεν βοηθάει στο να σταθώ όρθιος να εμφανίσω και να τυπώσω φωτογραφίες.
Έτσι, μετά την πλήρη κυριαρχία της ψηφιακής τεχνολογίας, πέρασα λίγο-λίγο στο zen-meditation σχετικά με τη φωτογραφία, ασχολήθηκα με τη φωτογραφική ιστορία, δηλαδή έγινα φώτο-σκεπτικιστής.Έχω διαμορφώσει πλέον το φωτογραφικό μου προφίλ.
Νομίζω πως αρχικά, στην ιστορία της φωτογραφίας, η ζωγραφική περίοδος ήταν τα πρώτα βήματα για να μάθουν τις δυνατότητες του νέου μέσου οι φωτογράφοι. Οι περισσότεροι ήταν ζωγράφοι και πάντα υπήρχε μια διαφορετική κοινωνική διάκριση (και θα υπάρχει όπως όλα δείχνουν) ανάμεσα σε αυτούς και τους αυθεντικούς φωτογράφους που δεν ήθελαν οι φωτογραφίες τους να έχουν σχέση με τη ζωγραφική.
Όμως το νέο μέσο έθετε τεχνικούς περιορισμούς. Οι πρώτες δαγεροτυπίες απαιτούσαν μεγάλους χρόνους έκθεσης και δεν υπήρχε καμιά δυνατότητα για περισσότερα ανάτυπα.
Επομένως, ως έργα τέχνης οι δαγεροτυπίες, καλύπτουν με άνεση τουλάχιστον τη μοναδικότητα. Ωστόσο είναι στατικά έργα τέχνης, μικρά σε επιφάνεια, δεν έχουν χρώμα, είναι ορατά μόνο από μια συγκεκριμένη γωνία.
Δύσκολα μπορούσε την εποχή εκείνη να αποδεχθεί η διανόηση κι ο καλλιτεχνικός κόσμος τη δαγεροτυπία ως έργο τέχνης.
Σήμερα μια δαγεροτυπία είναι ανεκτίμητης αξίας. Αυτό κάτι σημαντικό μας δείχνει για το έργο τέχνης και σχέση του με το χρόνο, πέρα από το εμπόριο.
Η ζωγραφική ήταν η μόνη γνωστή τέχνη εικονογράφησης πριν το 1830.
Οι φώτο-γκραβούρες της εποχής, οι κάρτες επισκεπτηρίου, τα τοπία και η διαφήμιση ήταν από τις πρώτες εμπορικές φωτογραφικές εφαρμογές. 
Όλες αυτές ήταν γνωστές δυνατότητες του φωτογραφικού μέσου ήδη από το 1870. Ωστόσο η γενική αποδοχή, εκμετάλλευση, και κατανόηση της φωτογραφικής αισθητικής είχε τότε έντονες ζωγραφικές επιρροές.
Ο ανταγωνισμός με τους ζωγράφους οδήγησε στις ονειρικές φωτογραφίες με παστέλ τονικές διαβαθμίσεις, ασάφεια, θέματα παρμένα από τη κλασσική ζωγραφική, πορτραίτα, τοπία, νεκρές συνθέσεις, και στατικές φωτογραφίες αφού οι χρόνοι έκθεσης ήταν από μερικά δευτερόλεπτα, έως μερικά λεπτά.
Οι καλλιτεχνικές φωτογραφίες της εποχής ήταν ασπρόμαυρες, ή σέπια εκτυπώσεις, που έμοιαζαν περισσότερο με ζωγραφιές, παρά με καθαρές φωτογραφίες με αληθοφάνεια. Ίσως και να ήταν ντροπή η φωτογραφία να μοιάζε με, φωτογραφία.
Οι φορητές μηχανές χειρός, οι χρόνοι κλείστρου με δυνατότητα λήψης στιγμιότυπου (1/30~1/60), ο μηχανισμός ελέγχου του διαφράγματος, το γρήγορο φιλμ, άλλαξαν και διεύρυναν τη θεματολογία (1910). Λίγο αργότερα οι χρόνοι σκαρφάλωσαν στο 1/250 του δευτερολέπτου, ή σκόπευση έγινε άμεση μέσα από το φακό, ανακαλύφθηκε ο κινηματογράφος και η έγχρωμη φωτογραφία. 
Η ψηφιακή φωτογραφία, από την αρχή μου έδειξε το μέλλον και το δρόμο, στο περίπου φυσικά. Αρχικά με ανάλυση 320χ200 σημεία εικόνας, εικονοστοιχεία δηλαδή, ήταν τραγικό αστείο να περιμένουμε όλος ο κόσμος να ακολουθήσει τη τεχνολογία αυτή με τις θολές εικόνες, που απλά, θύμιζαν φωτογραφίες. Ειδικά οι φωτογράφοι που είχαν κάνει σημαία τους τη φωτογραφική ποιότητα, πιστότητα και αυθεντικότητα, ήταν αυτοί που αντιδρούσαν στη νέα τεχνολογία, και με το δίκιο τους.
Σήμερα, στην εποχή του imaging, των 16 Mpixels από μια κόμπακτ των 50€, σήμερα που το σύνολο σχεδόν των φωτογραφιών της παγκόσμιας παραγωγής γίνεται με τη ψηφιακή τεχνολογία, εγώ, δεν είμαι διόλου ευχαριστημένος.
Δεν είμαι, διότι αισθητικά το αποτέλεσμα μπορεί να διαφέρει, να είναι αποδεκτό, όμορφο, «φανταστικό» κατά πως λένε, αλλά είναι εύκολο να διαστρεβλώσει την ορατή πραγματικότητα, και δεν πείθει.

Μιλάμε πλέον για τη χαμένη τιμή της φωτογραφικής αληθοφάνειας. Χάθηκε το φωτογραφικό όραμα για το οποίο μίλησε ο Α. Ανταμς. Έγινε εικόνα, image, imaging.
Έτσι πάντα επιστρέφω στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της πραγματικής φωτογραφίας. Μιλάμε για τα χρόνια από 1930 (ίσως και λίγο πριν) , και μέχρι το 1985, ίσως και λίγο μετά. Ήταν τότε όπου το φιλμ κυριαρχούσε ως μέσο καταγραφής φωτογραφιών. Τότε που όλοι οι σοβαροί ερασιτέχνες εμφάνιζαν τα φιλμ και τύπωναν μονάχοι τους τις φωτογραφίες. 
Βλέπω σήμερα τις υπερβολικά δουλεμένες εικόνες που έχουν προκύψει από πραγματικές φωτογραφίες, τις κοιτάζω, αλλά σύντομα αποστρέφω το βλέμμα μου, δεν θέλω να τις ξαναδώ. Δεν τις θυμάμαι μετά από λίγα λεπτά, τις προσπερνώ αδιάφορα επειδή γνωρίζω πάρα πολύ καλά πως μια εντελώς μέτρια λήψη, μπορεί να γίνει μια εντυπωσιακή εικόνα. Φωτογραφία όμως είναι; Εγώ λέω πως δεν είναι εφόσον δεν την αποδέχομαι.
Με ενοχλεί το ψέμα, η προσποίηση, το φτιαχτό, αυτό το μπαρόκ αισθητικών παρεμβάσεων στη δομή της ταπεινής και απροστάτευτης φωτογραφίες. Χάθηκε η αυστηρότητα και ο ενδελεχής έλεγχος του κάδρου και των στοιχείων έκθεσης, πατάμε τώρα πολύ ποιο εύκολα το κουμπί! Δίχως σκέψη δεύτερη και γλυκιά αναμονή για τα μαγική στιγμή.
Θέλω να επιστρέψω άμεσα, όσο ποιο γρήγορα γίνεται στην αυθεντική , ηρωική-εποχή του φιλμ, κι ας είναι και φιλμ μισού καρέ 400 ASA, με κόκκο μεγάλο σαν την νταμαρίσια άμμο! Κι ακόμα ποιο μεγάλο!
Όμως, αναρωτιέμαι τώρα, γιατί κάθε φορά που κάτι άλλαζε στη φωτογραφία, στη τεχνική και την αισθητική της, πάντα υπήρχαν αντιδράσεις από τους φωτογράφους, τους ζωγράφους, τους θεωρητικούς της τέχνης, τα ΜΜΕ, τους εκδότες, τους ερασιτέχνες και τους επαγγελματίες. 

Αναρωτιέμαι γιατί σε κάθε καινούριο αισθητικό ρεύμα, καινούρια θεωρητική κίνηση, καινούριο δρόμο, πάντα υπήρχαν αυτοί που θέλανε να εξακολουθήσουν να πατάνε στα γνωστά, δοκιμασμένα βήματα.
Από αντίδραση; ή μήπως από γνώση σοφή και επιμονή στο κλασικό και διαχρονικό;
Πάντα οι περισσότεροι άνθρωποι αντιδρούσαν στο νέο και για αυτό άγνωστο. Ακόμη και αυτοί που δεν πίστευαν στην αξία του κλασσικού, του παλιού, του καταξιωμένου, ήταν σε αναμονή, επιφυλακτικοί, κουμπωμένοι, περιμένανε να δούνε την αποδοχή και τα αποτελέσματα της επιστήμης, της τεχνικής και αν επικρατήσουν τα νέα αισθητικά ρεύματα.
Όμως οι πρωτοπόροι ανακαλύπτουν νέους δρόμους για να τους διαβούν οι άλλοι.
Δεν βρίσκω στη δική μου γνώση και λογική, στη δική μου αισθητική, κανένα παράθυρο ανοικτό στη σύγχρονη καταιγίδα του imaging. 
Η φωτογραφία, δεν είναι εικόνα. Δεν έχω καμιά ανοχή, αναρωτιέμαι ακόμη και για τις όποιες δικές μου ψηφιακές υπερβολές σε κάποιες φωτογραφίες μου, που τις έκανα για να ανακαλύψω τα όρια, όχι όμως και για να τα ακολουθήσω.
Δεν συμφωνώ, είμαι μεγάλος για να ξεχάσω όλα όσα με συγκίνησαν αισθητικά, και δεν έχω άλλο χώρο στο μυαλό μου για καινούριες καταχωρήσεις μέτριων έργων. Ίσως και να είμαι είδος προς εξαφάνιση.
Μα πως μπορώ να ξεχάσω τις φωτογραφικά πλάνα από τα φιλμ του Αϊζενστάιν, του Φελλίνι, του Φορντ, του Χίτσκοκ. Πως μπορώ να διαγράψω τις φωτογραφίες του Ε.Σμιθ, του Ουέστον, του Άνταμς, του Ατζέ, του Ντε Καράβα, του Νάγκυ, του Μπασίλικο, του Μπρεσσόν, του αγαπημένου Α.Κερτέσζ;
Άντε και το έκανα. Και να βάλω τώρα ποιες; Αυτές του DPChalenge;
Όμως, την αισθητική και το ωραίο δεν το καθορίζουν πάντα οι προηγούμενες γενιές, αλλά το διαμορφώνει η μόδα, η μόρφωση, η δημοκρατία, ο μιμητισμός, το «έτσι κάνουν όλοι», «εγώ θα πάω κόντρα»; 
Όλα όσα βλέπουμε και ακούμε, όλα όσα διαβάζουμε, σχηματίζουν λίγο-λίγο στο υποσυνείδητο, στη μνήμη και στο αισθητικό μας υπόβαθρο μια βάση δεδομένων από την οποία αντλούμε συνεχώς μέτρα για σύγκριση.
Για παράδειγμα. 
Παλιά, θυμάμαι, τραβούσα και φωτογραφίες σε γάμους. Με δυο πάντα μηχανές. Η μια είχε έγχρωμο φιλμ και φλας, γιατί αυτό μου ζητούσαν όλοι. Εγώ είχα δει ελάχιστες φωτογραφίες γάμων, όλες ήταν τραβηγμένες με φλας, αρκετά κλειστό διάφραγμα, καθαρές, με έντονα χρώματα, εκτυφλωτικά θα έλεγα, όλες με μαύρο φόντο αφού το φλας δεν μπορούσε να φωτίσει πίσω από τα πρόσωπα, δεν έφτανε η ισχύς του.
Επειδή δεν μου άρεσαν οι φωτογραφίες αυτές, τραβούσα όσες περισσότερες μπορούσα δίχως φλας, ή με γέμισμα φλας (fill flash) και τραβούσα και ασπρόμαυρες με τον υπάρχοντα φωτισμό, με τη δεύτερη μηχανή που είχε ασπρόμαυρο, 35 χιλιοστών 400 ASA, (ISO σήμερα). Κάτω από το κεντρικό φως, δίχως φλας, με χρόνο 1/30 και όλο το διάφραγμα ανοικτό, ο φακός ήταν 58 χιλ f/1,2! Οι φωτογραφίες ήταν κάτι διαφορετικό από όσα είχαν δει οι περισσότεροι. Κι όλα αυτά; Με το φωτόμετρο και το φλασόμετρο στο χέρι για τις πρώτες λήψεις αφού οι μηχανές μου αρχικά ήταν χειροκίνητες (1968-1975).
Όταν βλέπανε τις φωτογραφίες, βάζανε στην άκρη τις έγχρωμες για να τις δώσουν στους συγγενείς. κρατούσαν τις ασπρόμαυρες και παράγγελναν από αυτές ανατυπώσεις. Γιατί; Γιατί οι ασπρόμαυρες ήταν ποιο αφαιρετικές, ήταν αυτό που δεν βλέπανε, αλλά υπήρχε, ήταν η δημιουργική υπέρβαση.
Αυτό τους άρεσε.
Κρατούσαν επίσης και 2-3 έγχρωμες φωτογραφίες που είχαν βγει δίχως φλας, λίγο σκοτεινές, απόκοσμες, μυστηριώδεις, με λάθος χρώματα σίγουρα.
Δεν γνωρίζω αν σήμερα με τις φωτογραφικές ιστορίες, με τις πάνω από 1000 λήψεις οι φωτογραφίες γάμου είναι ποιο όμορφες, δεν έχω δει κάτι και ατυχώς δεν έχω κρατήσει δείγματα και φιλμ γιατί τα έδινα στους πελάτες και φίλους μετά από ένα χρόνο.
Σήμερα βλέπω ακόμη πολλές φωτογραφίες στον παγκόσμιο ιστό, τις βρίσκω χλιαρές, ανόητες, ρηχές, δίχως αισθητική, ή αντίθετα με υπερβολικό ψηφιακό φροντιστήριο, εφετζίδικες, αλλά όχι αυθεντικές..  
Που και που, σκάει μύτη και κάποια φωτογραφία αυθεντική, αφτιασίδωτη, πραγματική φωτογραφία, αξιόλογη μέσα στη μοναξιά της και τη σιωπή της και συγκινούμαι. Προσπαθώ να ξεπεράσω την εξουθενωτική αληθοφάνεια της φωτογραφίας για το εικονιζόμενο θέμα, και να συλλάβω με την αισθητική μου και το ένστικτο το έργο τέχνης. Αυτό είναι και το απώτερο μυστικό της φωτογραφίας. Αν δηλαδή υπάρχει μετουσίωση του ορατού-πραγματικού σε τέχνη. 
Όλα τα άλλα είναι εφαρμογές λιγότερο, ή περισσότερο εμπλουτισμένες με αισθητική της μόδας και σχεδιασμένες για τις οικονομικές ανάγκες της εποχής. Νομίζω.
Και λέω πως είναι αργά πλέον για να αναθεωρήσω, να αλλάξω γνώμη, ας κάνουν οι νέοι ότι νομίζουν. Πέρασε ο καιρός που αναθεωρούσα τις απόψεις εύκολα όπως και να το κάνουμε.
Εγώ κάνω τώρα στην άκρη να περάσουν, είμαι ιστορία, είμαι μειοψηφία. 
Δεν έχω άλλα για να δώσω. Έχω τις δικές μου φωτογραφίες όμως και με αυτές ξεχνιέμαι. Και αν τραβήξω πάλι φωτογραφίες, το κάνω για παιχνίδι και πάντα πλέον προτιμώ να είναι ασπρόμαυρες.
Η ψηφιακή φωτογραφία έφερε πάρα πολλές αλλαγές στην αισθητική μας, ξεχάσαμε τους κλασικούς φωτογραφικούς κανόνες. Απομένει να ενσωματώσουμε όλη αυτή τη κοσμογονία και να την εξελίξουμε, αν γίνεται, να δούμε που θα μας βγάλει.
Διαφορετικά, ίσως υπάρχει μεγάλος κορεσμός σε αυτό που μάθαμε ως αυθεντική, πραγματική φωτογραφία και δεν συγκινεί πλέον το κόσμο.
Ή πάλι, ίσως ο κόσμος δεν μορφώνεται φωτογραφικά όπως γίνεται και με τις περισσότερες όμως τέχνες. Κι όμως, ζούμε σε εποχή και μια κοινωνία της εικόνας όπου η φωτογραφία κατέχει μεγάλο μέρος.

Γιάννης Γλυνός

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Ο θάμνος, το δέντρο, το δάσος



Παλιά, βλέπαμε το δέντρο, εστιάζαμε σε αυτό, και χάναμε το δάσος.

Σήμερα, με τη ψηφιακή φωτογραφία και όσα συμβουλευτικά γράφονται για αυτή, χάσαμε όχι μόνο το δέντρο και το δάσος, αλλά και τους θάμνους.
Τώρα ασχολούμαστε με τα χόρτα!
Χάσαμε την ουσία της φωτογραφίας, το δάσος.
Εγώ έτσι το βλέπω και δεν με νοιάζει πλέον τι λένε οι «άλλοι».
Μεγάλωσα και ωρίμασα, βαρέθηκα, καταστάλαξα, κι αν κάνω λάθος; Ε, δεν χάθηκε κι ο κόσμος για δαύτο. Έχει κι άλλα προβλήματα ο κόσμος να ασχοληθεί.

Η μοναδική αληθοφάνεια της φωτογραφίας είναι το βασικό της ατού αλλά και το αισθητικό της πρόβλημα. Τα δυο αυτά της προσφέρουν συγκλονιστική δύναμή. Νομίζω.

Το ον, και το μη ον. Τίποτα ποιο αναρχικά και απρόβλεπτα δημιουργικό από αυτό το βάδισμα στο τεντωμένο νήμα.
Ξεκινώντας από το ορατό, φυσικό, πραγματικό, υπαρκτό, που δεν έχει να κάνει με τη δημιουργική δύναμη του ανθρώπου αλλά του θεού, ή της φύσης, όταν πετύχει στη φωτογραφία η «μαγική» συνταγή, παράγει μια τέχνη μοναδική στο χώρο και το χρόνο. Σε αυτό έχω καταλήξει μετά από χιλιάδες φωτογραφίες που έχω δει και τραβήξει.

Όλα αυτά πάνε, πέρασαν.

Σήμερα οι περισσότεροι ασχολούνται με το διογκωμένο τεχνικό της μέρος, με τους όρους, τις αναλύσεις, τα προγράμματα, τα ειδικά προγράμματα, τους καταλόγους, τους αυτοματισμούς, τα ηλεκτρονικά, τα προγράμματα επεξεργασία και τις μαγικές –δημιουργικές καθώς λέγουν επεμβάσεις στη δομή της φωτογραφίας. Πάντα όμως η τεχνική της φωτογραφίας ήταν βουνό για τους αρχάριους. Παλιά λίγοι φωτογράφοι βοηθούσαν τους αρχάριους στα τεχνικά θέματα, τους  άφηναν να τα βρούνε μόνοι τους. Κι όσο ποιο ζωγραφική είναι η εικόνα στην οποία θα καταλήξει η γνήσια, πραγματική και αυθεντική φωτογραφία, τόσο ποιο άξιος κρίνεται ο ρετουσέρ, ο χρήστης, ο εικονολήπτης, άντε κι ο φωτογράφος, αυτός δηλαδή που πάτησε το κουμπί της μηχανής.
Παλιά, στην εποχή του φιλμ, αυτός που ρετουσάριζε φωτογραφίες, έκανε το δικό του επάγγελμα, σιγά-σιγά έχανε το φως του γιατί έπρεπε να κοιτάζει από πολύ κοντά και για πολλές ώρες τις φωτογραφίες που διόρθωνε. Ο πετυχημένος φωτογράφος δεν προλάβαινε να ασχοληθεί ούτε με την εμφάνιση ούτε με το τύπωμα. Υπήρχαν τότε άλλοι τεχνικοί, ειδικοί για το σκοτεινό θάλαμο.

Σήμερα, ολοένα περισσότεροι μη έχοντας ασχοληθεί και με την ιστορία της φωτογραφίας, νομίζουν πως έτσι είναι επειδή έτσι κάνουν όλοι. Όμως ιστορικά αν το εξετάσουμε, η φωτογραφία αφού έκανε ένα τεράστιο αισθητικό κύκλο, επέστρεψε από την αυθεντική εποχή, στην προηγούμενη όπου η ζωγραφική όψη ήταν το ζητούμενο. Δηλαδή βρικολάκιασε η ζωγραφική σε βάρος της φωτογραφίας. Κι αλλοίμονο οι πολλοί κάνουν κουμάντο στους λίγους. Η μόδα και η διαφήμιση ότι πουν...

Ίσως ποτέ ο κόσμος και οι φωτογράφοι να μη ξεκαθάρισαν στο μυαλό τους τι ακριβώς ζητούσαν από τη φωτογραφία. Ίσως δηλαδή ποτέ οι φωτογράφοι κατά βάθος να μην αποδέχτηκαν πως η πραγματική, καθαρή φωτογραφία, είναι τέχνη δίχως φκιασίδια, η δική τους καινούρια τέχνη που κατάληξε μουσειακό είδος!
Ίσως αυτό το: «μου αρέσει αυτό, ή δεν μου αρέσει το άλλο», έτσι αυθαίρετα και προσωπικά διατυπωμένο, δίχως καμιά λογική αιτιολόγηση εφόσον αφορά την ίδια τη φύση της τέχνης, να μας οδήγησε σε αυτό το μπάχαλο όπου η φωτογραφία, έγινε πλέον μια ακόμη επικερδής βιομηχανία, αυτή του imaging.
Ελάχιστοι πλέον μπορούν να ζήσουν από τη καθαρόαιμη φωτογραφική τέχνη και να προβάλλουν πραγματικές φωτογραφίες, δίχως πολύωρες επεμβάσεις με φωτοσούπες και εφέ. Κι όμως, η ψηφιακή εικόνα, προκύπτει αναγκαστικά από τη ψηφιακή φωτογραφία, και η φωτογραφική εικόνα, απαιτεί την ύπαρξη μιας "αυθεντικής" φωτογραφίας. Και κανένας πλέον, ή ίσως λίγοι και σπάνια, αναφέρονται στην αισθητική της αυθεντικής, της φυσικής, της απείραχτης φωτογραφίας.
Η ψηφιακή φωτογραφία μπορεί να μείωσε δραστικά το κόστος λήψης και διαχείρισης των φωτογραφιών, όμως δεν κατάφερε να πείσει για την αυθεντικότητα του θέματος που δείχνει επειδή είναι τόσο εύκολη η «βελτίωση», «διόρθωση», προσθήκη αλλά και αφαίρεση στοιχείων.
Το ξέρω πολύ καλά, το έμαθαν και οι χρήστες, που δεν είναι πλέον φωτογράφοι, αλλά είναι «χρήστες». Και μόνο που το σκέφτομαι εγώ που αρνούμαι να είμαι χρήστης, αρκεί για να είμαι επιφυλακτικός για αυτό που βλέπω.
Και δεν έφτασε μόνο αυτό, αλλά βλέπουμε συνεχώς, καθημερινά, να αφαιρούνται στοιχεία, πρόσωπα και δεδομένα από τις φωτογραφίες μας, να θολώνουν επίμαχα σημεία, ενάντια σε κάθε νόμο που προστατεύει την αυθεντική και νόμιμα αναγνωρισμένη καλλιτεχνική δύναμη της φωτογραφίας και το δικαίωμα του δημιουργού. 
Κι ο νόμος το λέει πως η φωτογραφία είναι τέχνη. 
Ναι; και τι κάνετε για αυτό; της αλλάζετε τα φώτα!

Άρα; Για ποια φωτογραφική δημιουργία μιλάμε; Αυτή που το ειδικό πρόγραμμα της μηχανής αναγνωρίζει τα πρόσωπα και τα μάτια; Ή μήπως αυτή με τα σβησμένα πρόσωπα; λες και είναι όλοι δοσίλογοι της κατοχής; Ο νόμος για τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα έβαλε νομίζω οριστικό τέλος στην αυθεντική, πραγματική φωτογραφία. Και σε τελική ανάλυση, τι να το κάνω το πρόγραμμα αναγνώρισης και εντοπισμού προσώπου και χαμόγελου αφού θα τα σβήσουν τα πρόσωπα. Άχρηστη τεχνολογία μας πουλάνε, για τα μπάζα!
Όσοι φωτογράφοι πρόλαβαν να τραβήξουν τις θαυμάσιες φωτογραφίες δρόμου που βλέπουμε σε συλλογές, μονογραφίες και μουσεία, έχουν περάσει πλέον στην ιστορία, αυτή που ίσως να διδάσκεται στις σχολές φωτογραφίες, ή σε κάποιες φωτογραφικές ομάδες αδιόρθωτων ρομαντικών.
Βαρέθηκα να διαβάζω για τεχνικά χαρακτηριστικά, επιδόσεις, αναλύσεις, τρυκ, ψηφιακά φίλτρα, θεωρίες και ηλεκτρονικές πατέντες.
Καιρός να μιλήσουμε για καθαρή φωτογραφία και πάλι. Θα τα πούμε σίγουρα κάποια στιγμή, αλλά θα είναι αργά, άλλα χαρακτηριστικά θα έχουν σημασία σε λίγο, όσα μάθαμε θα τα ξεχάσουμε, ίσως, ή θα γίνουν ιστορία.
Κι αν κάπου σας έρθει η όρεξη να διορθώσετε κάτι σε κάποια λήψη, σκεφθείτε πως θα το κάνετε από τη μηχανή, με σωστή και προσεγμένη ρύθμιση, στη λήψη, πριν τραβήξετε τη πατάτα. «Ο καλός ο φωτογράφος στη λήψη φαίνεται». 
Ο χρήστης μπορεί να κάνει ότι του έμαθαν να θέλει οι διαφημίσεις, και να λέει ότι θέλει για να μας πείσει. Για την τεχνική διαβάζω άπειρες πληροφορίες, για την φωτογραφική αισθητική όμως δεν βλέπω τίποτα πέρα από «μαγικές δημιουργικές εικόνες» και μεγάλη θολούρα και σύγχυση. Φανφάρες, φούμαρα, μετάξια και κορδέλες!

Να δώ πότε τελικά θα σταματήσει η φωτογραφία να είναι εικόνα, – image – imaging (βιομηχανία) και θα ξαναγίνει απλά, φωτογραφία.

Πότε ο φωτογράφος θα πάψει να είναι χρήστης και θα ξαναγίνει, φωτογράφος;

Γιάννης Γλυνός
Άνοιξη 2014