Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

2014: φωτογραφία και κοινωνία



Εδώ χαμός γίνεται, και εγώ το χαβά μου!

Έχουν γραφτεί πάρα πολλά βιβλία για τη φωτογραφία.
Όλα εκφράζουν τις απόψεις των συγγραφέων, τι άλλο;
Οι περισσότεροι συγγραφείς όμως δεν είναι φωτογράφοι, και οι φωτογράφοι σπάνια τα πάνε καλά με την έκφραση μέσα από το λόγο, γραπτό, ή προφορικό.
Γενικά θα έλεγα εκ πείρας, πως οι φωτογράφοι δεν εκφράζουν τίποτα εφόσον οι φωτογραφίες δεν έχουν στόμα, ή δυνατότητα λόγου. 
Έτσι οι φωτογράφοι δείχνουν επιλεγμένα μετεικάσματα από την ορατή πραγματικότητα. Μόνο αυτό μπορούν να ελέγξουν, μερικώς, και υπό ιδανικές συνθήκες.
Ένα ακόμη κείμενο, σχετικά μικρό, συνοπτικό, είναι και αυτό που κάθισα και έγραψα διαβάζοντας κάποια πράγματα που άλλοι έγραψαν.
Είναι απόψεις, σχόλια κουλτουριάρικα, αλλά και εντελώς πεζά, υπέρ αλλά και εναντίον της ειδικής σχέσης της φωτογραφίας με τη κοινωνία μας.
Όπως και να το κάνουμε, έχω και εγώ δική μου άποψη για το θέμα, με αφορά άμεσα και δεν μου είναι αδιάφορο.
Κοινωνία λοιπόν και φωτογραφία.
Κοινωνία είμαστε όλοι, κάθε λογής φωτογράφοι, και μη φωτογράφοι, παιδιά, μεγάλοι, αγράμματοι και εγγράμματοι, δάσκαλοι, μαθητές, εργάτες του πνεύματος, ή χειρώνακτες της ύλης, της γης και της θαλάσσης.
Βασικά, θέλω να ξεκαθαρίσω πως είναι άλλο πράγμα να σκέφτεσαι, να μιλάς, να γράφεις, άντε και να φωτογραφίζεις ευκαιριακά. 
Και είναι εντελώς άλλο να έχεις δοθεί ολοκληρωτικά στη δημιουργική φωτογραφία.
Αν κάποιος δοθεί ολοκληρωτικά συναισθηματικά, δημιουργικά, με προβληματισμούς, αναστολές, ανασφάλειες, και διαρκή μάχη με το μέσο που λέγεται φωτογραφία, τότε όλα όσα έχουν γραφτεί για τη φωτογραφία από μη φωτογράφους, αν μη τι άλλο θα τον εξοργίσουν και θα τον αφήσουν εντελώς αδιάφορο.
Ο λόγος, γραπτός ή προφορικός, δεν μπορεί να περιγράψει πλήρως όσα δείχνει μια φωτογραφία. 
Και αντίστροφα, όσα κι αν διαβάσουμε, δεν θα "δούμε" τη φωτογραφία που έβγαλε ο φωτογράφος. 
Υπάρχει και το τεράστιο πρόβλημα της "ανάγνωσης" και κατανόησης μιας καλλιτεχνικής φωτογραφίας από το κάθε θεατή. 
Αλλά και κάθε φωτογραφία, μπορεί να προκαλέσει ατέλειωτες σκέψεις και συνειρμούς σχετικά με το περιεχόμενό της ή το θέμα της, απόψεις που διαφέρουν από θεατή σε θεατή.
Όσο για την αισθητική της αξιόλογης φωτογραφίας, είναι αλουνού παπά ευαγγέλιο.
Φυσικά δεν αναφέρομαι στις απλές ερασιτεχνικές φωτογραφίες, όλες αυτές που μπορεί ο καθένας με μια καλή αυτόματη μηχανή να πάρει με το πάτημα ενός κουμπιού.   
Θα αφήσω έξω και όλες τις θεματικές φωτογραφίες, δηλαδή αυτές που τραβήχτηκαν απλά για να μας δείξουν πως είναι ένα προϊόν, ή κάτι άλλο προς ενημέρωσή μας, ή προς πώληση.
Θα αφήσω απ’ έξω και όλες τις αναμνηστικές που τραβάνε οι ερασιτέχνες στις εκδρομές τους ή στις διακοπές, θα αφήσω έξω και τις οικογενειακές φωτογραφίες.
Όχι, όλα αυτά μπορεί να είναι φωτογραφίες σύμφωνα με τον ορισμό, μπορεί να έχει πλάκα το τράβηγμά τους και να προσφέρει κάποιας μορφής δημιουργική ασχολία, αλλά με κανένα τρόπο δεν ακουμπάνε τη βαθύτερη ουσία της φωτογραφίας. 
Αναφέρομαι σε αυτή τη θεμελιώδη πράξη που με κάθε τρόπο και κάθε ευκαιρία, από κάθε θέμα, μικρό ή μεγάλο, προσπαθεί ο φωτογράφος να κάνει την υπέρβαση, να μας πάει πέρα από το ορατό της πραγματικότητας, που νομίζουνε πως βλέπουνε οι αδαείς περί τη φωτογραφία.
Βασικά η «σοβαρή» ασχολία με τη φωτογραφία δεν έχει καμιά πλάκα, δεν είναι διασκέδαση.
Η ουσία της φωτογραφίας είναι μελαγχολική, καταθλιπτική, μοναχική, προσωπική αγωνία. Η φωτογραφία δεν φωνάζει, δεν ξεσηκώνει ρίγη ενθουσιασμού. Προσφέρει μόνο αισθητική ικανοποίηση, κι όχι πάντα, αλλά σπάνια. 
Όμως, αυτό το λίγο αρκεί για το «πυροβολημένο», τον αιθεροβάμονα φωτογράφο. 
Οι πραγματικοί, αξιόλογοι φωτογράφοι ήταν και είναι μειοψηφία, είναι το ουσιώδες σε ανεπάρκεια, είναι το είδος προς εξαφάνιση.
Θα αναφέρω δυο βασικούς συγγραφείς για όσα σημαντικά είχανε γράψει για τη φωτογραφία καθώς με την ίδια θεματολογία, είχανε καταλήξει σε διαφορετικές απόψεις. Όπως είναι φυσικό, μη όντας δημιουργοί φωτογράφοι οι περισσότεροι συγγραφείς, ασχολούνται με τη κυριολεκτική, αντικειμενική θεματολογία της φωτογραφίας που απασχολεί τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας. 
Το αισθητικό, το δημιουργικό και το υπαρξιακό δράμα των λιγοστών μεγάλων φωτογράφων τους διαφεύγει λίγο έως πολύ.
Οι Gisele Freund και η Susan Sontag, ήταν σημαντικές μορφές, και οι δυο γυναίκες με αξιόλογο συγγραφικό έργο σχετικά και με τη φωτογραφία. 
Η δεύτερη, δημιούργησε τους περισσότερους εχθρούς φωτογράφους, αν κρίνω από όσα έχω διαβάσει.
Όσο για τη δική μου άποψη; θα είμαι ξεκάθαρος. 
Θα πω την άποψή μου, όπως την διατύπωσε και η συγγραφέας. 
Τη θεωρώ λοιπόν εχθρό των φωτογράφων και υπερβολικά σκληρή απέναντι στη φωτογραφία, σύμφωνα πάντα με αυτά που εγραψε . 
Σαν να μη κατάλαβε τίποτα. 
Ο θεός ας την συγχωρέσει όμως, όπως όλους μας.
Η Gisele Freund υπήρξε περισσότερο ήπια, συγκαταβατική, ήταν γήινη και ανθρώπινη στις κρίσεις της σχετικά με τη φωτογραφία και τους φωτογράφους, φωτογράφιζε και αυτή συμβατικά αν κρίνω από όσες φωτογραφίες της έχω δει.
Στη συνέχεια υπάρχει ένα πλήθος διανοούμενων, καλλιτεχνών, δημιουργών, λογοτεχνών, επιστημόνων αλλά και φωτογράφων καταξιωμένων, η γνωστών και εμπορικά διάσημων που έχουν κάνει  βαρυσήμαντες δηλώσεις (αδιάφορες, φιλικές, ή εχθρικές) ή έχουν γράψει και αυτοί σημειώσεις και βιβλία. 
Ακόμη είναι πολλοί που έχουν κυκλοφορήσει μονογραφίες δίχως λόγια, ή με ελάχιστα λόγια ομιλώντας και αυτοί με το δικό τους τρόπο, δηλαδή δείχνοντας τις φωτογραφίες τους.
Γενικά καμιά σημαντική φωτογραφία δεν χρειάζεται τη βοήθεια του λόγου, ούτε καν λεζάντα δεν χρειάζεται. 
Κάθε προσπάθεια να εξηγηθεί με τα λόγια μια σημαντική φωτογραφία, προκαλεί αποπροσανατολισμό από τον αισθητικό της κόσμο. Αυτό το πιστεύω.
Μια για πάντα, μπορεί ο καθένας να μονολογεί όσο θέλει, δίχως διακοπές, αλλά στην ουσία της σημαντικής φωτογραφίας ενός μεγάλου φωτογράφου πολύ δύσκολα θα μπει.
Τη στιγμή της λήψης συχνά ούτε ο ίδιος ο φωτογράφος  την κατανοεί πλήρως. 
Πόσο μάλλον οι άλλοι!
Μετά; Έξω από το χορό ο καθένας ας λέει ό,τι θέλει!
Ένας καλός ιστορικός της φωτογραφικής τέχνης θα μπορέσει να τοποθετήσει μια φωτογραφία-έργο τέχνης  σωστά στη ιστορική θέση που της αξίζει. Ωστόσο αν δεν είναι και καλός φωτογράφος, (όχι καλός τεχνίτης να το ξεκαθαρίσουμε), και αυτός θα δει αντικειμενικά το θέμα αλλά το βαθύτερο προσωπικό αίσθημα που ένιωσε ο φωτογράφος δεν θα το καταλάβει. 
Είναι άλλο κριτής έργων των άλλων, και άλλο δημιουργός έργων. 
Ο ένας τολμά και ας αποτυγχάνει. Ο άλλος, μόνο σχολιάζει εκ του ασφαλούς. 
Το μόνο κοινό που έχουν πως και οι δυο εκτίθενται στο κοινό, στη κοινωνία δηλαδή.
Ακόμη χειρότερα, και πώς να καταλάβει ο απλοϊκός κριτής το φωτογραφικό έργο τέχνης όταν συχνά ούτε και ο φωτογράφος κατανοεί απόλυτα τι κάνει τη δεδομένη στιγμή τραβώντας μια φωτογραφία;
Τι πραγματικά συμβαίνει κατά τη λήψη μιας σημαντικής φωτογραφίας;
Θα προσπαθήσω να δώσω μια περιγραφή που αναγκαστικά θα είναι ατελής γιατί με τα λόγια δεν ήμουν ποτέ καλός.
Φωτογράφος πιστεύω πως είμαι, όχι λογοτέχνης.
Απλά θα καταγράψω μνήμες από μερικές φωτογραφίες που έχω τραβήξει και με ταρακούνησαν σχεδόν άμεσα όταν κοιτούσα από το σκόπευτρο. 
Τη δική μου αγωνία μέχρι να δω το αρνητικό και τη τελική φωτογραφία ποιος θα υποψιαστεί, ποιος θα τη καταλάβει; Γιατί εγώ άρχισα με φιλμ. Ακόμη όμως και στη ψηφιακή εποχή με τρώει το βάσανο να πήρα μια καλή φωτογραφία, η απλά κατέγραψα ότι έβλεπα.
Αρχικά, το πλαίσιο 24Χ36 ήταν και είναι καθοριστικό για να αρχίσω να κοιτάζω το θέμα. 
Ο φωτισμός, θέλω να έχει αυτό το κάτι, να αναδεικνύει το θέμα όποιο κι αν είναι, θέλω να έχει δράμα, ή μυστήριο. 
Θέλω το φως και η φωτογραφία να κρύβουν το φανερό και να φανερώνουν το αόρατο. 
Η στιγμή, θέλω να είναι σημαντική, μόνο αν όλα τα άλλα έχουν ενδιαφέρον. 
Τότε, και μόνο αν υπάρχει δυνατότητα για επιλογή κατάλληλης στιγμής, τότε θα τη περιμένω σαν την αράχνη που περιμένει το θύμα να μπλεχτεί στον ιστό για να φωτογραφίσω.
Διαφορετικά τραβάω και ελπίζω πάντα να έχω και δεύτερη ευκαιρία με μια ποιο καλή στιγμή, αν έρθει, κάτι σαν λαχείο. 
Η αποτυχία είναι η συχνότερη κατάληξη, αλλά η δημιουργική επιτυχία όταν κάτσει, πάντα σώζει και αποζημιώνει ως λύτρωση από τη κόλαση.
Φυσικά ποτέ δεν κάθισα να σκεφτώ κοινωνικές, πολιτικές, διδακτικές σκοπιμότητες για να πάρω μια φωτογραφία από κάτι που μου άρεσε βλέποντάς το μέσα από το φακό.
Κάθε φορά που σηκώνω τη μηχανή ξεχνάω όλες τις προκαταλήψεις για το τι είναι φωτογραφία και τι όχι.
Αυτόματα, όταν δω κάτι που έχει ενδιαφέρον μέσα από το φακό, φέρνω στη μνήμη μου σαν αστραπή όσες θαυμάσιες και σημαντικές φωτογραφίες έχω δει σχετικά με το ίδιο θέμα. Πάντα αναζητώ τη τελική, τη μητέρα όλων των φωτογραφιών. 
Και πάντα μου ξεφεύγει, το ξέρω, αλλά συνεχίζω, κι αλοίμονο αν φτάσω στο τέλειο σε αυτή τη ζωή.
Όταν ξεκινάω να φωτογραφίσω, δεν σκέφτομαι. 
Δεν θέλω να σκέφτομαι τι γίνεται σε όλο τον κόσμο, δεν είμαι εγώ υπεύθυνος για όλα.
Από το χώρο-χρόνο που παρατηρώ τίποτα δεν μπορώ να αλλάξω, και δεν θέλω. 
Όταν πάρω τη φωτογραφία μπορώ στη συνέχεια να κάνω κάτι, αλλά σωτήρας δεν θα με αφήσει η κοινωνία να γίνω ποτέ. Όλα είναι δρόμος με, ή δίχως εμένα και τις φωτογραφία.
Ναι, σίγουρα θα ήθελα να κάνω αυτό το κόσμο παράδεισο αν ήξερα πως και αν το μπορούσα. Μα είσαστε σίγουροι πως θα σας άρεσε;
Ξέρω πως δεν είναι ούτε η φύση ούτε ο θεός που τον έχουν κάνει κόλαση το κόσμο. 
Είναι όλοι αυτοί οι «μικροί» άνθρωποι (άκου ανθρωπάκο), γνωστοί και άγνωστοι, που αποτελούν την κοινωνία (ακόμη και εγώ), που ευθύνονται ποιος λίγο, ποιος πολύ για τη κόλαση που ζούμε.
Με ενδιαφέρει η ομορφιά αλλά και η κόλαση που προσπαθώ να δείξω. Γιατί ακόμη κι αυτή η ασχήμια μπορεί να είναι όμορφη στη φωτογραφία, και για αυτό θα είναι ακόμη ποιο δραματική και τραγική η φωτογραφία. 
Σε αυτή τη προσπάθεια δεν βλέπω που κρύβεται η έκφραση. 
Αν κάτι υπάρχει, δεν το εκφράζω εγώ, αλλά κάποιος άλλος που μου δίνει το έναυσμα.
Δεν υπάρχει τρόπος μια φωτογραφία να μη δραματοποιεί, να μην ηρωοποιεί και να μην διογκώνει ακόμη και το πλέον αδιάφορο μικρό θεματάκι.
Με τα όπλα που μου δίνει η φωτογραφία (μηχανή, φακός, υλικό καταγραφής) πολεμώ να δημιουργήσω αυτόνομες εστίες ομορφιάς διαστάσεων 18Χ24, ή 30Χ40.
Αναζητώ  ίχνη και αποδείξεις πως αυτή η ζωή ίσως έχει κάποιο ενδιαφέρον ή κάποιο νόημα πέρα από τη βία, τη φτώχεια, την οργή, το πόνο και τις ελάχιστες στιγμές της ευτυχίας, αν ποτέ τις βρούμε στο δρόμο μας.
Θέλω σίγουρα να αφήσω τον κόσμο ποιο καλό από ότι το βρήκα. 
Κάνω ότι περνάει από το χέρι μου, μα αυτό που βλέπω είναι πως η κοινωνία με χρησιμοποιεί, με στύβει και μετά με πετάει σαν λεμονόκουπα. 
Η μόνη μου διέξοδος είναι λοιπόν τα μετεικάσματα της ορατής πραγματικότητας που καταγράφω με τη μηχανή.
Ποιος όμως ασχολείται με εμένα; Με τους άλλους δημιουργούς ποιός; Είμαι δημιουργός; Ή μήπως είμαι ένας ακόμη ανόητος αιθεροβάμων; Είμαι μέλος της κοινωνίας, ή μήπως αντικοινωνικός;
Παρά την αυτογνωσία που διαθέτω, δεν γνωρίζω στα σίγουρα τι είμαι.
Το να προσπαθεί κάποιος να μιλήσει για φωτογραφία και φωτογράφους γνωρίζοντας μόνο κάτι λίγα που έμαθε στο γυαλί (συχνά όχι και τόσο κολακευτικά), διαβάζοντας αυτά που έχουν γράψει μη φωτογράφοι, μη έχοντας ασχοληθεί με τη ζωή και το έργο μεγάλων και αξιόλογων φωτογράφων όπως ο Weston πχ, μη έχοντας ένα φίλο φωτογράφο, ή μια καλή φωτογραφία κρεμασμένη σε κάποιο τοίχο του σπιτιού του, είναι το λιγότερο άδικος κόπος και προσβολή στους μεγάλους φωτογράφους, είναι άδικο για τα μέλη της κοινωνίας μας.
Ίσως σήμερα είναι δύσκολο να βρει κανείς ένα σημαντικό δημιουργό καθώς η παγκοσμιοποίηση δεν αφήνει περιθώρια ανάπτυξης και επιβίωσης των πραγματικών δημιουργών (κι όχι μόνο των φωτογράφων). 
Ίσως πάλι όλη αυτή η κατάσταση να ωθήσει από αντίδραση τους δημιουργούς να ξεπεράσουν τα προβλήματα και να μας δώσουν και πάλι μεγάλες και αξιόλογες φωτογραφίες, μεγάλα έργα.
Ίσως όμως και να έχει επέλθει ο φωτογραφικός κορεσμός της κοινωνίας και για το λόγο αυτό να έχει στραφεί στις αυτοφωτογραφίες (selfies) με τις ταμπλέτες και τα κινητά.
Για τις άλλες τέχνες δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη, αδιαφορώ ωστόσο για τη δημιουργική γραφή. 
Απομένει η μουσική που σήμερα μας προσφέρει λιγότερες ίσως, αλλά ευχάριστες εκπλήξεις.
Αυτό, είναι ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα καθώς η συμπεριφορά των κοινωνικών εταίρων μοιάζει με αυτή των χρυσόψαρων στη γυάλα!
Η φωτογραφία σήμερα χρησιμοποιείται ως απόδειξη του: «πραγματικά αυτό που βλέπετε υπήρξε κάπως έτσι, ιδωμένο από την οπτική γωνία του φωτογράφου». 
Όμως λίγοι ασχολούνται με τη τεχνική της και ακόμη ποιο λίγοι με την αισθητική της φωτογραφίας.
Οι περισσότεροι μπερδεύουν το ωραίο θέμα με την ωραία φωτογραφία και με τη δημιουργική φωτογραφία.
Οι περισσότεροι πατάνε το κουμπί και βγαίνει μια...φωτογραφία.
Οι δημιουργικές επεμβάσεις και τα εφέ πείθουν ολοένα λιγότερο πως αυτό που βλέπουμε ήταν πράγματι έτσι. 
Ο χαρακτήρας  και η ουσία της φωτογραφίας πλησιάζουν ολοένα περισσότερο στην εικόνα και τη ζωγραφιά.
Οι φωτογράφοι είχαμε ξεφύγει από αυτή παγίδα, τώρα πέσαμε πάλι μέσα. 
Αυτό υποθέτω πως σημαίνει τα παρακάτω:
Δεν αντέχουμε την αλήθεια (αληθοφάνεια) της φωτογραφίας, δεν ανεχόμαστε ή δεν κατανοούμε την υψηλή της αισθητική (αν διαθέτει), προτιμούμε το παραμύθι, μας αρέσει το ψέμα, θέλουμε να ξεφύγουμε από τη σκληρή αλήθεια της ζωής.
Κατά βάση, όλοι μας θέλουμε να ζήσουμε στο παράδεισο, μόνο που δεν μας αξίζει. 
Δεν μας αρέσει να βλέπουμε τη κόλαση ακόμη κι αν είναι όμορφα φωτογραφημένη. 
Μας τρομάζει η κόλαση, όμως δίχως αυτή πως θα ήταν ο παράδεισος; 
Αλλά μας τρομάζει ακόμη κι ο παράδεισος, θα έλεγα τον μισούμε. 
Φοβόμαστε πάνω από όλα να δούμε τη πραγματικότητα, γιατί αν έστω και για μια στιγμή κατανοούσαμε που βαδίζει η κοινωνία μας κι ο κόσμος μας, θα τρέχαμε να βγούμε από το διαστημόπλοιο που λέγεται «γη». Αλλά να πάμε που;
Οι φωτογραφίες φρίκης και τρόμου που καθημερινά αναρτώνται, το μόνο που κάνουν είναι να μας μετατρέπουν σε αδιάφορα-παθητικά χρυσόψαρα, με γουρλωμένα μάτια να κοιτάζουν και να κολυμπάνε μέσα στη γυάλα, με μνήμη ρηχή, όση ακριβώς και ενός ψαριού για όσα δραματικά συμβαίνουν στη κοινωνία και τον πλανήτη.
Ίσως χάθηκε το μέτρο και να μην είναι υπόλογοι οι φωτογράφοι και η φωτογραφία. 
Ίσως είναι η χρήση κι όχι το μέσον, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη φωτιά. 
Ωστόσο, αν η κοινωνία είναι ικανοποιημένη με τις φωτογραφίες που βλέπω, τότε ποιο καλά εγώ να του δίνω, να σας αφήσω να το γλεντήστε μόνοι σας με τις φωτογραφίες που τραβάτε. 
Να τις χαιρόσαστε. 
Εδώ θα συμφωνήσω με τη Σόνταγκ για τη σχέση της φωτογραφίας με τη κοινωνία τουλάχιστον την Ελληνική. Είναι απλά μια σχέση αποκαρδιωτική.
Αυτά ακόμη θα πω και τέλος. 
Όσα βιβλία σοβαρού φωτογραφικού προβληματισμού έχουν γραφτεί (πχ Ρολάν Μπαρτ), γράφτηκαν πριν μερικά χρονάκια και επομένως σήμερα για τη φωτογραφία και τους φωτογράφους σημαίνουν ελάχιστα.
Άλλαξε  η ζωή μας κατά πως ήθελαν, όσο για τους φωτογράφους; Η κοινωνία θα τους χρησιμοποιεί μέχρι να φτάσουν στη ηλικία των 40-45 το πολύ. Από τώρα δεν έχει ανάγκη τους ώριμους, προβληματικούς, σκεπτόμενους, μελαγχολικούς, ιδιόρρυθμους, σχολαστικούς δημιουργούς. 
Η κοινωνία σήμερα χρειάζεται απλά, εργάτες –εικονολήπτες! Τους άλλους, τους φωτογράφους τους χρησιμοποιεί μόνο ως δάσκαλους (κάποιους από αυτούς).
Ως προς τη σχέση κοινωνίας – φωτογραφίας σήμερα, οι όποιες αλλαγές έχουν συμβεί έχουν προκύψει από τη στυγνή εκμετάλλευση των πολλών από τους ολίγους με σκοπό όπως πάντα το υπέρμετρο κέδρος. 
Οι φωτογράφοι, ότι κι αν κάνουν, δεν θα μπορούσαν να σταθούν στα πόδια ούτε 24 ώρες δίχως τις ανάγκες της κοινωνίας, όπως και κάθε άλλος κλάδος. 
Όσο για τη κοινωνία, μπορεί να γίνεται φτωχότερη δίχως αξιόλογους φωτογράφους, οι ανάγκες της όμως άλλαξαν, επιβιώνει και δεν το καταλαβαίνει. Το θέμα είναι μέχρι πότε.
Η βιβλιογραφία της ηρωικής εποχής της φωτογραφίας πέρασε δίχως επιστροφή. 
Αν και υπήρξαν τότε αξιολογότατοι φωτογράφοι, φαίνεται από τα γραπτά  πως  η κοινωνία αλλά και οι συγγραφείς (εκτός των φωτογράφων) δεν κατανόησαν πλήρως τη σημασία, το έργο και τη ζωή των φωτογράφων της εποχής.
Κι οι φωτογράφοι; Ακόμη ψάχνονται για το αν η φωτογραφία είναι τέχνη και ποια ακριβώς φωτογραφία είναι τέχνη.
Ίσως και να ήταν θέμα σκοπιμοτήτων, ίσως και οι συγγραφείς να ήταν κολλημένοι στη ζωγραφική και τις κοινωνικές σοσιαλιστικές ανακατατάξεις για ένα καλλίτερο κόσμο. ‘Ισως και οι φωτογράφοι να ήταν αρπακτικά προσκολλημένα στην πλούσια μεγαλοαστική τάξη, όπως δηλώνει η Σόνταγκ. 
Αλλά δεν ήταν όλοι, κι αν ήταν όμως, τμήμα της κοινωνίας ήταν και δεν φταίνε μόνο αυτοί, αλλά το σύστημα που συνεχώς αποζητά ήρωες και θύματα, αίμα, τρόμο, βία και κόλαση. 
Σε αυτό οι φωτογράφοι ήταν αντίθετοι και το έδειχναν με τις φωτογραφίες τους. 
Μόνο που οι λεζάντες που το σύστημα των ΜΜΕ πάντα έβαζε στις φωτογραφίες, οδηγούσε και οδηγεί τη κοινωνία να σκέφτεται κατά πως θέλει και βολεύει τους άρχοντες. 
Αν ποτέ διαβάσετε αυτό το κείμενο μετά από μερικά χρόνια, ή μήνες, προσέξετε πως γράφτηκε στο τέλος του 2014, θυμηθείτε πως ήταν παραμονές Χριστουγέννων, πως έζησα σε ένα κόσμο άνω-κάτω, σε μια χώρα που έχει πτωχεύσει, που γράφτηκε από ένα φωτογράφο που πρόλαβε να βγει στη σύνταξη της πείνας, κι όμως ήταν προνομιούχος Έλληνας.
Κανένα βιβλίο, κανένα σχόλιο, καμιά αναφορά, καμιά δήλωση από όσα έχω διαβάσει δεν περιγράφει τη σχέση των φωτογράφων με τη κοινωνία σήμερα, ειδικά την ξεχαρβαλωμένη Ελληνική. Ίσως πάλι κάτι να μου έχει ξεφύγει.

Καλές γιορτές.

18 Δεκεμβρίου 2014