Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Η ηθική της πινέζας




 Ποιός θα μας σώσει από τους φύλακες;

Πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε που η βασική διασκέδαση για τους σινεφίλ, αλλά και για ολόκληρη την οικογένεια ήταν ο κινηματογράφος της γειτονιάς.
Υπήρχαν εποχές (1966) και αιθουσάρχες όπου νωρίς τη Κυριακή, 2-4, με ένα συμβολικό εισιτήριο, 3-7 δραχμές, έδειχναν δυο έργα. Πχ, κινηματογράφος Ορφέας του κυρίου Σκλάβου στην Δάφνη. Το βασικό, και ένα ακόμη που συχνά ήταν «ακατάλληλο» για ανήλικους. Η «μαρίδα», έμπαινε μετά, στο κατάλληλο, ή αντίθετα έβγαινε στο ακατάλληλο.
Οι ζόρικες-ακατάλληλες ταινίες κυριαρχούσαν από Δευτέρα, έως και Τετάρτη, συνήθως.
Θυμάμαι πως ακόμη και οι ταινίες του Μπέργκμαν, ήταν στη κατηγορία των «αυστηρώς ακατάλληλων». 
Για να καταλάβετε το πνεύμα της εποχής, αρκούσε και η υπόνοια ερωτικής σκηνής για να χαρακτηριστεί «ακατάλληλο» το έργο.
ΠΧ κανονική ταινία για όλη την οικογένεια ήταν: «το σημάδι του Ζορό», ή «ο Μασίστας», και η ταινία-κράχτης ήταν: «ο κόσμος τη νύχτα» (οδοιπορικό στα night club με στριπτίζ κλπ) , ή «το σοφεράκι με τη σιδερένια γροθιά» με ατέλειωτη κλοτσοπατινάδα αλλά και μια σκηνή με στριπτίζ σε κάποιο night club. Σημασία έχει πως δεν έπεφτε καρφίτσα για να δούμε και τα δυο έργα με ένα εισιτήριο. Μετά ίσως να έβρισκες θέση πολύ μπροστά. Ταυτότητα θυμάμαι, βγάζαμε για να μπαίνουμε στα ακατάλληλα έργα!
Στις προθήκες των κινηματογράφων τότε, κρεμούσαν, καρφίτσωναν, φωτογραφίες –κράχτες για να προσελκύσουν τους θεατές.
Όλα τα σημεία των φωτογραφιών που πιθανόν να έθιγαν τα «χρηστά μας ήθη» ήταν επιμελώς προστατευμένα από τα βλέμματα μικρών και μεγάλων με ένα χαρτάκι που το κρατούσε μια πινέζα, ή μόνο μια πινέζα καρφωμένη επάνω στη φωτογραφία.
Απίστευτη προστασία!
Αυτή η καημένη, η διάσημη εκτίζιαστ για την εποχή της, η Ρίτα Κάντιλακ, είχε φάει τόσες πινέζες στο φωτογραφημένο κορμί της που συντηρούσε τη βιοτεχνία που τις έφτιαχνε!
Ήτανε λοιπόν αυτή η περιβόητη «ηθική της πινέζας».
Συχνά, στη τελευταία παράσταση, οι φωτογραφίες έκαναν φτερά από τους πίνακες ανάρτησης, και συχνά, λίγο αργότερα, κάποιες τις έβρισκες στα κουτιά στο μοναστηράκι. ‘Άλλες πάλι καταλήγανε στα σπίτια συλλεκτών που αδιαφορούσαν για την ηθική αλλά στενοχωριόντουσαν για τις τρύπες από τις πινέζες και μάζευαν τις φωτογραφίες. Γιατί και τότε, η φωτογραφία ασκούσε τη δική της γοητεία ως ταπεινό έργο τέχνης.
Η ηθική της πινέζας ήταν εξαρτημένη από το νόμο προστασίας της δημόσιας αιδούς και των θεαμάτων.
Τα περισσότερα θύματα-φωτογραφίες τα βρίσκαμε στις βιτρίνες των night club, στη Τρούμπα αλλά και σε άλλες περιοχές όπου αν και χίλιο- τρυπημένες, σαν σουρωτήρια, έκαναν την δουλειά τους… αυτή της πληροφόρησης ντε για το τι περίπου θα δει ο θεατής μέσα, στο σκοτάδι. 
Εξ ου και night club!
Σήμερα τηλεόραση και τύπος δεν έχουν που να τρυπήσουν με τις πινέζες, δεν βρίσκεις καν πινέζες. Τα ΜΜΕ αναπαράγονται ψηφιακά.
Τα ήθη μας έχουν χαλαρώσει είναι αλήθεια.
Καρφί δεν μας καίγεται για τα στρινγκ και τα καυτά οπίσθια.
Έχουμε πήξει στο μάτι στις παραλίες, στους δρόμους, και στη πορνογραφία μέσα από τις ιστοσελίδες του διαδικτύου. Το γυναικείο σώμα δεν κρύβει πλέον «μυστικά και ντοκουμέντα», είναι όλα στη φόρα. Που πρωτοβάζεις πινέζα σήμερα;
Πινέζες, βάζανε και στα σημεία που οι φωτογραφίες είχαν όπλο. Αυτό πάει, το ξεπεράσαμε.
Όμως ένα άλλος πονοκέφαλος μας βρήκε με τη φωτογραφία και το βίντεο. Τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα!
Αντί πινέζας, κυριαρχεί σε όλα τα πιθανά και απίθανα πλάνα, κοντινά, ή απομακρυσμένα, το φλουτάρισμα της φωτοσούπας. Για να μη μπλέξει κανείς με το νόμο, κάνει ότι του κατέβει. Ακόμη και παλιές, Ελληνικές ταινίες τύπου "Β", έχουν υποστεί βάρβαρη λογοκρισία προκειμένου να βγουν στη τηλεόραση.
Σβησμένα πρόσωπα, θολά ευαίσθητα σημεία που προεξέχουν, "σκοτεινές δασώδεις περιοχές", όλα χαμένα.
Έτσι υποτίθεται ότι η πληροφόρηση δεν προκαλεί αναταράξεις στο γενετήσιο σύστημα, αλλά και τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα προστατεύονται.
Χάθηκαν και τα ονόματα μαζί με τις μπρούτζινες πινέζες. Όνομα καθενός τώρα έγινε η ηλικία του! Πχ, η τριανταδιάχρονη.
Όλα κι όλα, ζούμε «σε ένα κόσμο όμορφο, ηθικό, αγγελικά πλασμένο»!
Τελικά, η ηθική της πινέζας, είναι σαν…τη γραφειοκρατία. Ποτέ δεν πεθαίνει!
Ευχαριστώ για την υπομονή σας.
Γιάννης Γλυνός

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Το γιατί, και, το διότι



*γιατί φωτογραφίζουμε;

Κατά καιρούς, μόνος, ή και με φίλους, αναρωτιέμαι/αναρωτιόμαστε τι είναι αυτό που πραγματικά μας σπρώχνει να φωτογραφήσουμε (διάθεση-σκέψη), τι να φωτογραφήσουμε (θέμα), πότε και πως (τεχνική).
Είναι σοβαρός προβληματισμός για κάθε φωτογράφο που έχει πάρει το ζήτημα στα σοβαρά, νομίζω.
Η «ασθένεια» αυτή, η αμφιβολία, θα τον βρει κάποια στιγμή, δεν θα τη γλυτώσει
Σήμερα, λέω πως, οι απαντήσεις, έχουν να κάνουν και με τη φωτογραφική μας εμπειρία και την εποχή που ζούμε, και τα διαθέσιμα μέσα (τεχνολογία). Δηλαδή, διαφορετικά απάντησα (εγγράφως) πριν από δέκα περίπου χρόνια, και διαφορετικά σήμερα.
Άλλα μέσα και άλλα κίνητρα είχα τότε. 
Αλλιώς βγαίνανε οι φωτογραφίες στο χαρτί το 1975, διαφορετικά στην οθόνη το 2008.
Κάποια στιγμή, έγραψα θυμάμαι, πως φωτογραφίζω, για να μη τρελαθώ (είναι δημοσιευμένο). Ήταν όμως πρόχειρη και εύκολη απάντηση, στο γόνατο βγαλμένη καθώς λένε, γιατί τότε έτρεχα να προλάβω τις ανάγκες της πελατείας μου, από όσα θυμάμαι. Πελατείας, που σήμερα δεν υπάρχει, ωστόσο ο χρόνος για σκέψη περισσή περισσεύει σε αντιστάθμισμα.
Αρχικά, πολλά πράγματα για τη τεχνική της φωτογραφίας δεν ήξερα (στα 18 μου έτη), ούτε φυσικά και για την αισθητική της, αυτοδίδακτος γάρ.
Μου άρεσε να βλέπω φωτογραφίες γενικά, δίχως να γνωρίζω το γιατί. Και η μουσική όμως μου άρεσε, κι ο κινηματόγραφος.
Φωτογράφιζα από το 1966 με μια απλή τηλεμετρική 35 χιλιοστών και "έκαψα" πάρα πολλά μέτρα ασπρόμαυρο φιλμ.
Ελάχιστες φωτογραφίες από όλες αυτές έχουν σωθεί. Σήμερα θα έλεγα πως δεν έχουν ενδιαφέρον πέρα από την ιστορία του πως ήταν τότε η χώρα μου, ειδικά η Αθήνα και ο Πειραιάς.
Θυμάμαι, πως αρχικά φωτογράφιζα για να έχω φιλμ να εμφανίσω, να δω μαγεμένος πως καταγράφουν την ορατή πραγματικότητα ο φακός, το φιλμ και το χαρτί. 
Μου άρεσε να δω πως λειτουργούν τα χημικά, πως βλέπει ο σταθερός φακός αυτό που εγώ βλέπω. 
Οι τεχνικές μου ελλείψεις κυριαρχούσαν, δεν είχα ούτε φωτόμετρο, ούτε καλή μηχανή. Ωστόσο συνέχιζα με πάθος να τραβάω φωτογραφίες μέχρι να καταλάβω πως, με ποιο τρόπο, μόνο από το φως  και τη σκιά μπορούσε να γίνει μια φωτογραφία.
Η μαγεία αυτή της μετουσίωσης της πραγματικότητας που έβλεπα, ήταν το πρώτο που θυμάμαι ως εξαιρετικά σοβαρό κίνητρο για όσα ακολούθησαν. 
Η μετουσίωση, αφορά την απόριψη των χρωμάτων αφού τραβούσα ασπρόμαυρο, τη μετατροπή των τριών διαστάσεων σε δυο, το πάγωμα του χώρου και του χρόνου, τη γωνία λήψης.
Το θέμα, ερχόταν πάντα δεύτερο. Δεν είχε ιδιαίτερη σημασία τότε, ούτε και τώρα. 
Κυνηγούσα μόνο το φως και τη σκιά, τις τονικές διαβαθμίσεις, και βαστάτε ποδαράκια μου.
Να γιατί φωτογράφιζα αρχικά και να γιατί πίστεψα πως η φωτογραφία δρόμου είναι το είδος που μου ταίριαζε και το οποίο θα με απασχολούσε, ίσως και επαγγελματικά.
Η μεγάλη ανατροπή ήρθε με τη πρώτη μόνο-οπτική μου των 35 χιλιοστών.
Πάρα πολλά πράγματα άλλαξαν σε πολύ λίγο διάστημα.
Το ασαφές κάδρο και η περίπου εστίαση της φθηνής τηλεμετρικής έγιναν παρελθόν.
Η ακρίβεια σκόπευσης και εστίασης, η σχέση 2 προς 3, ή 1 προς 1,5 που έδινε η πρώτη μου minolta sr1s, ήταν και η πρώτη σοβαρή εμπλοκή με τη φωτογραφία και το γενικότερο προβληματισμό για το τι πραγματικά είναι η φωτογραφία.
Αυτή η απορία ήταν και είναι ίσως το πρώτο, πλέον σοβαρό κίνητρο  για να τραβώ ακόμη και σήμερα φωτογραφίες.
Πολύ σύντομα, η χαρά και η ικανοποίηση που ένοιωθα κάθε φορά που έβλεπα μέσα από το σκόπευτρο κάτι όμορφο γινότανε μέσα από τη δημιουργία, κάτι που ανάτρεψε πολλές απόψεις μου σχετικά με τον άνθρωπο, τη δημιουργία, το θείο, τη φύση, τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους.
Η φωτογραφία τοπίου, έγινε πάθος μου μεγάλο.

Ένοιωσα τεράστιο προβληματισμό γιατί πραγματικά φωτογραφίζω, πως το κάνω, τι άλλα θέματα με ενδιαφέρουν, τι νόημα έχουν όλα αυτά. Αμφέβαλα για όλα και για όλους. Οι φωτογραφίες μου, ήταν συχνά άδειες, κενά τοπία, ορίζοντες, βουνά, σύννεφα, abstract.
Σπάνια είχαν ανθρώπους, και δεν άρεσαν στους ανθρώπους.
Στράφηκα στην επαγγελματική φωτογραφία και τα πήγα καλά με τη διαφήμιση για πολλά χρόνια. Αρκεί να μη με ανάγκαζαν να δείξω πράγματα ψεύτικα.
Ταυτόχρονα έψαχνα να βρω το μυστικό της φωτογραφίας, να βεβαιωθώ πως σωστά βαδίζω, μα τίποτα δεν κόλλαγε με τις φωτογραφίες που τραβούσα και μου άρεσαν.
Άρχισα το 1975 να βλέπω τι φωτογραφίες τραβάνε οι άλλοι.
Μετά το 1980, έψαξα και στην ιστορία της φωτογραφίας, έμαθα και γνώρισα για τους μεγάλους δάσκαλους. Κάποιοι μου άρεσαν, θα ήθελα να έχω κάνει μερικές φωτογραφίες σαν τις δικές τους, αλλά τι κρίμα; Τις είχαν κάνει αυτοί πρώτοι και δεν μου άρεσε ποτέ η σκόπιμη αντιγραφή.
Μετά το 1995, η ψηφιακή φωτογραφία με έβαλε σε ένα νέο κύκλο αναζήτησης. Αλλά τώρα ήξερα πολύ καλά ότι φωτογραφίζω για να δω αν η ψηφιακή φωτογραφία θα μοιάσει με αυτή του φιλμ, αυτή που έμαθα και εμπιστεύτηκα. 
Και πάλι η θεματολογία δεν είχε σημασία καμιά, αλλά όπως πάντα προτιμούσα το τοπίο και τις όμορφες φωτοσκιάσεις.
Μετά το 1998, έπεσα με τα μούτρα στο διαδίκτυο (μεγάλο σχολείο), έμαθα πολλά παρατηρώντας και φωτογραφίες άλλων.
Διάβασα και αρκετά βιβλία, δεν φωτίστηκα ολοκληρωτικά, αλλά ένοιωσα πως κι άλλοι προβληματίζονται.
Έτσι είπα μια ημέρα.
-Μέχρι εδώ. Είμαι εγώ, είμαι αυτό που μου αρέσει, και αυτό θα κάνω. Αρκεί να υπάρχει μια μηχανή, φως, σκιά, όγκοι, ατμόσφαιρα, χώρος, κάτι που να μου αρέσει, ή να με ενοχλεί.
Αν υπάρχει και κανένας άνθρωπος; Πάει καλά.
Αν δεν υπάρχει; Δεν πειράζει.
Έτσι κι αλλιώς η μαγεία του χώρου και του χρόνου παραμένει και δίχως εμάς. 
Σκιές είμαστε στο θέατρο του παράλογου της ζωής.




Θεματολογία της φωτογραφίας. 
Μεγάλη φασαρία για το τίποτα!
Τι σχέση έχει το δυνατό, το "πιασάδικο" θέμα με τη φωτογραφία;
Το θέμα καταπίνει την φωτογραφία, όπως και η λεζάντα ποδηγετεί το θεατή. 
Τραβώ φωτογραφίες, και το «μεγάλο θέμα», αν είναι νάρθει, θε ναρθεί.
Αλλά μέχρι τότε εγώ θα φωτογραφίζω ότι μου αρέσει καθώς το βλέπω μέσα από το φακό και το σκόπευτρο, απλά γιατί ζω και βλέπω και θέλω να νιώσω λιγάκι σαν το δημιουργό μου.
Μπας και καταλάβω δηλαδή γιατί υπάρχω.
Αυτά έως το 2010.
Γιατί φωτογράφιζα από το 2011, μέχρι το φθινόπωρο 2013 είναι άλλο πράγμα.
Βασικά για να μη πάθω κατάθλιψη.
Αλλά παράλληλα, έκανα κι άλλα πράγματα το ίδιο δημιουργικά, όπως πχ έκανα μονοτυπίες, με τυπογραφικό μελάνι και χαρτί και μπόλικη καλή διάθεση. Έκανα και πολλά blog, για να μη τη πάθω τη κατάθλιψη.
Όμως η φωτογραφία πάντα ήταν εκεί και βοηθούσε, μόνο που τώρα πλέον η διάθεση, μετά την άνοιξη του 2013 άλλαξε.
Η διάθεση για φωτογραφίες έχει καταλαγιάσει αρκετά, δεν υπάρχει πλέον το παιδικό βλέμμα για το θάμα της φύσης και της ζωής. 
Η κρίση και η σκέψη βάρυναν επάνω στο γιατί φωτογραφίζω.
Μετράω τα βήματα και τη σκέψη, κι αυτό δεν βοηθάει τη φωτογραφία.
Το βλέμμα του «γερακιού» παραμένει, μα τη ψυχή του αγγέλου την απώλεσα βλέποντας το χάλι της κοινωνίας και τη βία της φτώχειας.
Φωτογράφιζα, γιατί μέχρι χτες αυτά τα προσπερνούσα δίνοντας προτεραιότητα στην ομορφιά, την αισθητική, τη ποίηση, το φως και τη σκιά, τη δημιουργία. 
Ζητούσα λιγάκι παράδεισο στη γη, μέσα από το φακό. Και μερικές φορές το βρήκα!
Βάδιζα στα σύγνεφα όμως.
Τώρα η παράλογη ζωή και δόσεις των φόρων που πνίγουν το καθένα, δεν αφήνουν χώρο για σκέψη φωτογραφική.
Από την ασχήμια και τη βία πάντα προσπαθούσα να ξεφύγω με τη δημιουργία φωτογραφιών.
Να λοιπόν γιατί φωτογράφιζα σχεδόν τα πάντα, σαν να ήμουν πρώτη θέση θεωρείο και ίσως πάλι να φωτογραφίσω με την ίδια διάθεση.
Αυτό που με πικραίνει όμως αφάνταστα είναι πως  η Ελλάδα αγρίεψε…
Δεν είναι λίγες οι φορές τα τελευταία χρόνια που τα «ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα» μου δημιούργησαν φασαρίες στη μέση του πουθενά.
Δεν είναι λίγες οι φορές που με πρόσβαλλαν δίχως αφορμή.
Βρήκα το μπελά μου, επειδή απλά κοίταξα μέσα από το σκόπευτρο δίχως να φωτογραφίσω. 
Τι διάθεση να μείνει για φωτογραφίες μετά; Παρά μόνο για φωτογραφίες οργής και αγανάκτησης ίσως.
Ο κόσμος μας, αγρίεψε, χάθηκε αυτό που φωτογράφιζα, το κατάπιε το χρέος.
Τι φωτογραφίζουμε και γιατί;
Φωτογραφίζουμε λοιπόν ότι μας αρέσει, και το κάνουμε αυτό επειδή η μηχανή είναι δική μας, η ζωή αυτή είναι δική μας, η δημιουργία τρόπος επιβίωσης.
Ο χώρος και ο χρόνος δεν επανέρχονται και η πλέον απλή, τίμια, αυθόρμητη, ειλικρινής απάντηση στο "γιατί φωτογραφίζουμε" είναι:
Μα, για να δούμε πως θα βγει στη φωτογραφία αυτό που βλέπουμε, και να μας αφήσουν ύσηχους.
Τελικά, πως θα πιστέψουμε στο θείο αν δεν νοιώσουμε μέσα από τη τέχνη πως αισθάνεται ο δημιουργός όταν δημιουργεί κάτι μοναδικό;
Αυτό μάλλον ενοχλεί αφάνταστα μερικούς.

*Μερική αναθεώρηση 18 Σεπτέμβρη 2013

Γιάννης Γλυνός

αρκετές φωτογραφίες μου θα βρείτε εδώ:  http://if-photo-then-go-to.blogspot.gr/